Εκεί όπου συναντιούνται ο Νάρκισσος, ο Μακιαβέλι και ο Ρίπλεϋ, πίνει νερό η μοντέρνα Ελλάδα.
Στα χρόνια της ευφορίας, βρήκε έδαφος. Δεν είχε και μυαλό κανείς να τον τσεκάρει. Άρχισε να λέει διάφορα για τον εαυτό του. Ότι σπούδασε σε μέρη όπου δεν σπούδασε. Ότι υπήρξε σύμβουλος ενός μεγάλου οίκου στη Νέα Υόρκη. Ότι έχει μοναδικές ικανότητες, που δυστυχώς δεν του ζητείται να τις εφαρμόσει.
Άλλαξε το όνομά του και του έδωσε μεγαλοαστική χροιά. Έδωσε συνεντεύξεις, όπου τα ισχυρίστηκε .Άλλαξε πόλεις. Έχτισε μύθο. Και άρχισε να τον πιστεύει και αυτός.
Το γεγονός ότι η μπλόφα καταναλώθηκε αμάσητη τον αποθράσυνε. Περιοδικά «κύρους» αναπαρήγαν, δίχως να το τσεκάρουν, τα ψεύδη του. Άρχισε να πιστεύει ότι όλοι γύρω του είναι ηλίθιοι και ότι ένα έτσι να κάνεις, τους εξαπατάς, μπαίνεις στο σπίτι τους και τους ξαφρίζεις. Αυτό, σε συνδυασμό με την αγωνιώδη σπουδή που έχει ο κλέφτης όταν κλέβει, τον έκανε να βιαστεί ν' ανέβει πίστα. Στο τέλος, έλεγε τέρατα. Αν και υποψιασμένη πια, η κοινωνία τον άφηνε να παίζει. Ήταν ψάρι μικρό.
Οι Έλληνες τρέφουν κρυφό θαυμασμό για τους μαφιόζους, τα γατόνια, τους αγαπούλες και τους τραμπούκους εν γένει, διότι δεν υπάρχει τίμιο κράτος να το πιστεύουν και να το σέβονται, ενώ μέσα στο θολωμένο τους μυαλό, εκεί έξω υπάρχει ακόμη κάτι σαν ευρωπαϊκή Τουρκοκρατία, κι αυτοί καλπάζουν λεύτεροι, με χιψτερογενειάδες στα βουνά, Αρματολοί και Κλέφτες, άπλυτοι ολημερίς στο φέισμπουκ.
Ώσπου, μια μέρα, πιάστηκε. Ο μεγάλος οίκος διέψευσε ότι τον είχε σύμβουλο. Διάφοροι φτωχοδιάβολοι που τον φθονούσαν, έψαξαν και βρήκαν τι έχει σπουδάσει (Αριστοτέλειο). Ότι η καταγωγή του είναι λαϊκή και μάλλον ντροπιασμένη (οι γονείς του έβγαλαν κάτι λεφτουδάκια ως πρασινοφρουροί, λίγο ρουφιάνοι). Ότι τον είχε προωθήσει μια υπέργηρη πλουσία, επειδή της έκανε τον γελωτοποιό στη μοναξιά της και τη συνόδευε στα θέατρα. Ότι τον είχαν διώξει νύχτα από μια πόλη, από τα φέσια και τις ίντριγκες.
Ο ήρωάς μας κατέρρευσε. Είχε μάθει να ζει ως κάποιος άλλος. Ως ένα μιμητικό ολόγραμμα! Στον κακομαθημένο βίο του, που τον είχε στήσει ως θεατρική σκηνή ή, μάλλον, ως Βουλεβάρτο του Εγκλήματος, δεν υπήρχαν κανονικά σπίτια, κανονικοί δρόμοι, κανονικές δουλειές – κυρίως δεν υπήρχαν κανονικοί άνθρωποι. Υπήρχε μόνο Αυτός – και κάτι κουκκίδες: τα ανθρωπάκια.
Αυτές οι κουκκίδες (τα ανθρωπάκια) δεν είχαν χέρια, πόδια, μάτια, ούτε αυτό το θερμό κύμα αισθημάτων που φουσκώνει από μέσα προς τα έξω και το οποίο συμβατικά ονομάζουμε ψυχή. Ήταν απλώς κορόιδα. Τα πελατάκια του.
Αλλά Αυτός, ως νάρκισσος (σπανίως είσαι απατεώνας, εάν δεν είσαι νάρκισσος), ποτέ δεν είχε νιώσει τι είναι αυτό το «κύμα». Μέσα του υπήρχε το Κενό, παγερό και άδειο, που το σαρώνανε πού και πού μικρές πολεμόχαρες κραυγές κι ανήκουστοι αναστεναγμοί από κάτι πολύ παλιό, παιδικό, που αρνιόταν να τ' ακούσει.
Αρχικά, το θέαμα τον σόκαρε. Δεν είχε δει ποτέ το πρόσωπό του στον καθρέφτη –εννοώ το αληθινό του πρόσωπο– αλλά το ατσάλινο μπλοκμπάστερ της «μηχανής» που ενσάρκωνε, της μηχανής που εν τέλει ήταν. Όταν ετίθετο, σπανίως, μια διερώτηση ηθική, την έλυνε με την ίδια κατασκευαστική ευκολία: όχι, δεν εξαπάτησε αυτός την κοινωνία – η κοινωνία ήταν ξεχαρβαλωμένη κι απλώς την επιδιόρθωσε! («τους ξέρουμε τους προκομμένους: να τα λέμε τώρα;»). Όχι δεν ήταν ψεύτης- ήταν απλώς ρεαλιστής. Και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Αλλά το πρώτο σοκ, διαδέχτηκε η παλιά λύσσα. Η παλιά εφευρετικότητα. Σύντομα βρέθηκε άγνωστος σε άλλες αγορές, μικρότερου βεληνεκούς, με άψογο νέο κουστούμι, και φρεσκοτυπωμένες κάρτες. Αλλά έπληττε. Η σκηνή ήταν μικρή, οι θεατές άξεστοι. Έπαιζε το ρόλο του παπαγαλία, βαρυεστημένος. Μαράθηκε και γέρασε πικρός, σε ωραίο σπίτι, με τα ταξίδια, τα καφενεία, τα αυτοκίνητα.
Τι με έπιασε όμως και ασχολούμαι με αυτό τον τύπο ανθρώπου; Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ο μετα-Κοσκωτάς, ένα χαρμάνι ναρκισσισμού, μακιαβελισμού και ευδαιμονικής χοντροκοπιάς, ήταν κυρίαρχο στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ και του Χρηματιστηρίου. Και ότι η κρίση μάς έφερε στα ίσα μας. Και θάψαμε τον μακαρίτη με τις δέουσες ύβρεις.
Αμ δε. Το μοντέλο αυτό, εξακολουθεί να είναι το κυρίαρχο μοντέλο Έλληνα πολιτικού και λίγο πολύ το ένοχο role model των περισσότερων Νεοελλήνων. Ειδικά ο Έλληνας πολιτικός, έχει γίνει πια ηθοποιός ολκής- μεγάλο ταλέντο! Ρίχνει τους ψηφοφόρους στη φωτιά, όπως ρίχνει ο Άγγελος Αντωνόπουλος τα κούτσουρα στο τζάκι... Με συνειδητό κυνισμό και ενώ είναι καταφανές ότι περιφρονεί ό,τι κινείται, ο Βασιληάς - κωλόπαιδο τάζει καλύτερες συνθήκες σφαγής και τινάζει την μπάνκα στον αέρα. Τι σενάριο!
Θα το δεχόμουν, όπως δέχτηκα την ανεπανάληπτη παρακμή της Ελλάδας του ΠΑΣΟΚ, αν ανάμεσα σε αυτό το ό,τι κινείται δεν υπήρχαν σήμερα, λόγω της κρίσης, άνθρωποι στα όρια. Δεν είναι τα χρόνια του Χρηματιστηρίου, που είχες το περιθώριο να αφήσεις κάποιον να παίξει το ρολάκι του (όπως στην ιστορία της εισαγωγής). Τώρα, κάθε ψέμα ίσον νεκροί. Ειδικά στο θέμα της Υγείας και των Συντάξεων.
Αλλά είναι και θέμα ελληνικής ψυχοπαθολογίας. Που κατά βάθος ελκύεται από τους καταφερτζήδες. Που διασκεδάζει με τους Πολάκηδες. Που νοιώθει οικειότητα και μια κρυφή συμπάθεια για τους κλέφτες, τους απατεώνες, τους χαριτωμένους υποκριτές. Οι Έλληνες τρέφουν κρυφό θαυμασμό για τους μαφιόζους, τα γατόνια, τους αγαπούλες και τους τραμπούκους ενγένει, διότι δεν υπάρχει τίμιο κράτος να το πιστεύουν και να το σέβονται, ενώ μέσα στο θολωμένο τους μυαλό, εκεί έξω υπάρχει ακόμη κάτι σαν ευρωπαϊκή Τουρκοκρατία, κι αυτοί καλπάζουν λεύτεροι, με χιψτερογενειάδες στα βουνά, Αρματολοί και Κλέφτες, άπλυτοι ολημερίς στο φέισμπουκ.
Οπότε, το πρόβλημα είναι σύνθετο. Ενός άγουρου κράτους, με άπιστους πολίτες. Δεν θα λυθεί όσο ζούμε. Αλλά αυτο δεν είναι λόγος να μη προσπαθήσουμε...
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου