δολοφονία του Ταλαάτ στο κόμικ «Operation Nemesis» των Χόιτ Σιλβα και Ντέιβιντ Κιρκόριαν, που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες στις ΗΠΑ
26.04.2016, 19:22
Συντάκτης:
|
Μια Τρίτη πρωί, στις 15 Μαρτίου του 1921, ένας γιγαντόσωμος, καλοντυμένος άντρας απολάμβανε αμέριμνος τον καθιερωμένο περίπατό του στην οδό Χάρντενμπεργκ, στη συνοικία Σαρλότενμπουργκ του Βερολίνου, ακολουθούμενος σε μικρή απόσταση από τη γυναίκα του, όπως προστάζει το Κοράνι.
Δεν είχε συνοδεία ούτε έδειχνε να φοβάται κάτι - είχε άλλωστε φροντίσει να ξυρίσει από καιρό το χαρακτηριστικό μουστάκι του και με το ευρωπαϊκό κοστούμι του έμοιαζε περισσότερο με καλοστεκούμενο έμπορο ή επιχειρηματία.
Τα χαρτιά του έγραφαν ότι το όνομά του ήταν Αλή Σαλιέχ Μπέη, μα ήταν πλαστά.
Κι όμως: έξι χρόνια νωρίτερα, αυτός ο άντρας, ο Ταλαάτ Πασάς, ήταν ένας από τους ισχυρότερους αξιωματούχους της ξεπεσμένης, αλλά ακόμη γιγάντιας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Και είχε τα χέρια του βαμμένα με αίμα – τόνους αίμα. Σαν Μεγάλος Βεζύρης, υπουργός Εσωτερικών και μέλος της τριανδρίας των Νεότουρκων Πασάδων, μαζί με τον Τζεμάλ και τον Εμβέρ, εν μέσω του Μεγάλου Πολέμου, οργάνωσε προσωπικά και με προσοχή σε κάθε ανατριχιαστική γραφειοκρατική λεπτομέρεια τη γενοκτονία ενός εκατομμυρίου Αρμενίων υπηκόων του, αλλά και τους διωγμούς των Ποντίων και των άλλων Ρωμιών της Μικράς Ασίας, που ακολούθησαν μέχρι την πτώση του καθεστώτος το 1918.
Μάλιστα πολλές από τις φονικές διοικητικές «ευρεσιτεχνίες» του, όπως η δημιουργία ξεχωριστής παρακρατικής μονάδας (η τρομερή «Ειδική Επιχείρηση»), ήταν τόσο πετυχημένες, ώστε τις αντέγραψαν είκοσι χρόνια αργότερα οι ναζί.
Τι έκανε αυτόν τον διαβόητο εγκληματία να κυκλοφορεί τόσο άνετα;
Μα, φυσικά, η διαρκής προστασία από τους Γερμανούς πρώην συμμάχους του, που όχι μόνο έκαναν τα στραβά μάτια μπροστά στη θηριωδία (δες και το περσινό δρομο-λόγιο: «Για τη γενοκτονία δεν φταίει μόνο η Τουρκία») για λόγους «πολεμικών συμφερόντων», αλλά και του επέτρεψαν μεταπολεμικά να εγκατασταθεί στην πρωτεύουσά τους, και ο διαχρονικός κυνισμός των νικητριών δυνάμεων της Αντάντ, και ιδιαίτερα της Μεγάλης Βρετανίας, που μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου άφησαν κατά μέρος τις υποσχέσεις για απόδοση δικαιοσύνης και τιμωρία των υπεύθυνων της Σφαγής και χρησιμοποίησαν ανενδοίαστα τους έκπτωτους «Πασάδες» σαν μάρκες σε ένα ιδιότυπο παιχνίδι πόκερ με το εθνικιστικό κίνημα του Κεμάλ, που κέρδιζε τότε έδαφος ως ο νέος ισχυρός ανήρ της μετα-οθωμανικής Τουρκίας.
Στην πραγματικότητα οι «Τρεις Πασάδες» Ταλαάτ, Τζεμάλ και Εμβέρ είχαν διαφύγει τα ξημερώματα της 3ης Νοεμβρίου του 1918 από την Πόλη για την Οδησσό, με ένα γερμανικό καράβι, το «Λορελάι», και πλαστά χαρτιά που τους διέθεσε η πρεσβεία της Γερμανίας.
Πάνω στην ώρα: οι Σύμμαχοι, που είχαν πλέον υπό τον έλεγχό τους την Κωνσταντινούπολη, πίεσαν τη νικημένη οθωμανική κυβέρνηση-μαριονέτα του σουλτάνου Μεχμέτ να στήσει επειγόντως στρατοδικεία, που καταδίκασαν ερήμην σε θάνατο τους φευγάτους από καιρό πρωταίτιους αναγνωρίζοντας και τεκμηριώνοντας για πρώτη φορά τον προσχεδιασμένο, σχεδόν επιστημονικό χαρακτήρα της σφαγής.
Συνολικά καταδικάστηκαν 130 αξιωματούχοι του «Κόμματος Ενωσης και Προόδου», δηλαδή της πολιτικής πλατφόρμας των Νεότουρκων.
Και στις δίκες εκείνες του 1919, αλλά και στην ειρηνευτική σύνοδο των Παρισίων που ακολούθησε -σε αντίθεση με τη μετέπειτα πολιτική απόλυτης άρνησης του Κεμάλ και των επιγόνων του- κορυφαίοι Οθωμανοί αξιωματούχοι, μεταξύ των οποίων και ο Μεγάλος Βεζύρης Νταμάτ Φερίντ Πασάς, παραδέχτηκαν την ενοχή του κράτους στη γενοκτονία.
Είπαμε όμως: οι αυτοκρατορίες δεν έχουν ηθική ούτε νοιάζονται για τη δικαιοσύνη.
Τα συμφέροντα, μόνο τα στενά συμφέροντα καθοδηγούν τις πράξεις τους.
Και οι Σύμμαχοι, που πολεμούσαν ήδη τους μπολσεβίκους στην Κριμαία, είχαν ανάγκη από μια συνεργάσιμη Τουρκία - αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που την ίδια περίοδο «άδειασαν» μεγαλοπρεπώς τους Ελληνες ψευτο-Μεγαλέξανδρους, που είχαν πάρει φόρα για την Αγκυρα...
Ετσι, ήδη από το 1919, και επισήμως από τον Αύγουστο του 1920, ο Βρετανός ύπατος αρμοστής της Πόλης, σερ Τζον ντε Ρόμπεκ, αμφισβήτησε την ετυμηγορία των στρατοδικείων και μετέφερε δεκάδες από τους κρατούμενους Νεότουρκους στη Μάλτα, υποτίθεται για περαιτέρω ανακρίσεις, ώστε να στηθεί αργότερα ένα διεθνές «δίκαιο δικαστήριο» για τη γενοκτονία, η θέσμιση του οποίου περιγράφεται μάλιστα με λεπτομέρειες στη Συνθήκη των Σεβρών.
Επειδή, μάλιστα, τότε δεν είχε εφευρεθεί ακόμη ο όρος «γενοκτονία», η συνθήκη κάνει λόγο για «βάρβαρες και παράνομες πολεμικές μεθόδους (...) που προσβάλλουν τους νόμους και τα έθιμα του πολέμου και τις αρχές της ανθρωπότητας».
Επρόκειτο, φυσικά, για ένα ακόμη αυτοκρατορικό ψέμα: στην πραγματικότητα οι «εξόριστοι της Μάλτας», όπως αναφέρονται σε αρκετές πηγές της εποχής, επεστράφησαν στην Πόλη το 1921, όπου και απελευθερώθηκαν, σε αντάλλαγμα για 22 Βρετανούς αιχμαλώτους πολέμου από τη μεσανατολική εκστρατεία του «Λόρενς της Αραβίας», του 1917, τους οποίους κρατούσε ως διαπραγματευτικό χαρτί ο Κεμάλ.
Γι’ αυτό λοιπόν, εκείνη την Τρίτη πρωί στο Βερολίνο, στη Χάρντενμπεργκστράσε, ο Ταλαάτ Πασάς δεν φοβόταν. Ηξερε ότι έχαιρε υψηλής προστασίας κι ότι καμιά από τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα ρίσκαρε να τα σπάσει με τον πολύτιμο πλέον Κεμάλ για χάρη του.
Οταν πρόσεξε τον μικροκαμωμένο άντρα που περπατούσε νευρικά προς το μέρος του ήταν ήδη πολύ αργά: προσπάθησε να τον αποφύγει, αλλά εκείνος τον πυροβόλησε στο κεφάλι.
Μία σφαίρα ήταν αρκετή. Τα μυαλά του τέρατος έβαψαν το λιθόστρωτο, ενώ οι Γερμανοί διαβάτες κοκάλωσαν κατάπληκτοι.
Ο νεαρός φονιάς συνελήφθη χωρίς να προβάλει ουσιαστική αντίσταση.
Τον έλεγαν Σογομόν Τζεχλιριάν και ήταν μέλος μιας μυστικής οργάνωσης που είχε δημιουργηθεί δυο χρόνια νωρίτερα στο Ερεβάν, στο 9ο Παγκόσμιο Συμβούλιο της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας.
Είχε προσφερθεί εθελοντικά - έξι χρόνια νωρίτερα, έφηβος ακόμα, είχε δει τους Τούρκους να συνθλίβουν το κεφάλι του αδερφού του, να δολοφονούν τους γονείς του, να βιάζουν και μετά να σκοτώνουν την αδελφή του.
Ο ίδιος επέζησε ανάμεσα σε διαμελισμένα πτώματα γιατί τον θεώρησαν νεκρό.
Η επιχείρηση είχε ελληνικό όνομα -την είπαν «Νέμεσις», από τη θεά της εκδίκησης- και πριν εκτελέσει τον Ταλαάτ, οι άνδρες της είχαν ήδη δολοφονήσει τρεις πρωταίτιους.
Θα ακολουθούσαν άλλοι οκτώ – ανάμεσά τους και ο Τζεμάλ Πασάς, που είχε περάσει στο σοβιετικό στρατόπεδο για να σωθεί και εκτελέστηκε το ‘22 μπροστά στο αρχηγείο της Τσέκα, στην Τιφλίδα, και ο πρώην επικεφαλής της κυβέρνησης των Νεότουρκων, ο Σαΐντ Χαλίμ, που δολοφονήθηκε στο κέντρο της Ρώμης μετά από συστηματική παρακολούθηση πέντε μηνών.
Λίγο αργότερα, δύο από τους εκτελεστές της «Νέμεσης» σκοτώνουν, πάλι στο Βερολίνο, τον δρα Μπεχαεντίν Σακίρ,ιδρυτικό στέλεχος των Νεότουρκων, και τον πρώην διοικητή της Τραπεζούντας, Τζεμάλ Αζμί.
Από τους «Τρεις Πασάδες», μόνο ο υπουργός Πολέμου Εμβέρ δεν συνάντησε την αρμενική «Νέμεση»: είχε την... «τύχη» να σκοτωθεί σε μάχη με μια διμοιρία Αρμενίων μπολσεβίκων κοντά στη Σαμαρκάνδη, στα σύνορα με το Αφγανιστάν, επικεφαλής μιας αντάρτικης μουσουλμανικής ομάδας...
Περιέργως, ο 24χρονος «τρομοκράτης» Τζεχλιριάν, το ένοπλο χέρι του λαού του, αθωώθηκε και αργότερα μετανάστευσε με άλλο όνομα στην Αμερική όπου έζησε μια ήσυχη ζωή σαν απλός υπάλληλος γραφείου.
Όσο για τη σορό του Ταλαάτ, επεστράφη με τιμές είκοσι χρόνια αργότερα από τον Χίτλερ στον Κεμάλ, που του έκανε μια ωραιότατη κηδεία δημοσία δαπάνη στην Πόλη κι έδωσε το όνομά του σε κεντρική λεωφόρο της Αγκυρας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου