Ανάψτε το κοιμητήρι της (αλύτρωτης και αλησμόνητης ) Πατρίδας1
Καντήλι ανάψτ' ευλαβικά στη μνήμη της Πατρίδας...
Καντήλι ας ανάψουμε, ανάψτε ο κόσμος όλος!
Για μοσχοβόλι των βουνών, θυμάρι κι ευωδία.
Για εσέ Πατρίδα που άδικα κι ανέλπιστα εχάθης...
Πατρίδα’ μαυροθάλασσα, πενεύτρα των κορφών σου!
Πόσες καρδιές δεν έκλαψαν, καρδιές που τις ματώσαν
και μάτια δε βουρκώσανε με δάκρυα ποτάμια...
Και ποιος ξωπίσω εξέμεινε, καμπάνα να χτυπάει,
ν' ανάβει μελισσόκερα, στου Iερού την πόρτα,
ν' ανάβει τον πολυέλαιον, τον τρουλοκρεμασμένον,
και στην καντήλα του Χριστού, στην άσβεστη καντήλα,
λάδι να ρίχνει ευλαβικά, φυτίλι να αλλάζει...
Πατρίδα μου μονάκριβη, αξέχαστη Πατρίδα,
τις δόξες και τα κάλη σου τα εζήλεψεν η χώρα,
μα τα παιδιά σου τάκοψε τούρκικο αξινάρι...
Κι έστειλ' εμάς στην προσφυγιά, στου κόσμου την ορφάνια...
Για μια φορά ακόμη φτάνει η τραγική επέτειος της γενοκτονίας του ποντιακού Ελληνισμού της 19ηςΜάιου 1919, μια γενοκτονία που επιδιώκεται με κάθε τρόπο να ξεχασθεί, αφού απαγορεύεται σταδιακά η διδασκαλία της από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Είναι γνωστό πως όποιος λαός επιτρέπει να του κάνουν ιστορική λοβοτομή, αποκόπτοντάς τον έτσι από το συλλογικό παρελθόν του, όσο οδυνηρό και αν είναι αυτό, στη συνέχεια είτε εξαφανίζεται από το ιστορικό προσκήνιο, είτε γίνεται ένας απροσδιόριστος πολύχρωμος αχταρμάς, δίχως μορφή και είδος.
Σε αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο ένα ιστορικό οδοιπορικό, για το πώς και γιατί ο ελληνισμός του πόντου, οδηγήθηκε στο «ολοκαύτωμα».
Αποτελεί αναπόδραστη ιστορική πραγματικότητα, πως ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανούς δεν τους αλλοίωσε το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα -το 40% του πληθυσμού-, αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.
Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο. Το 1908 ήταν μια χρονιά - ορόσημο για τους λαούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στον περιθώριο τον Σουλτάνο.
Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της χαροπαλεύουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σύντομα, όμως, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.
Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες. Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Πόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν.
Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Πόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο ρατσιστής αιμοσταγής Κεμάλ σε 5 χρόνια! Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ προχωρεί στο σχέδιο που ονομάζει «τελική λύση»2, αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του.
Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι πόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000. Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση, του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.
Εμείς οι σύγχρονο Έλληνες 97 χρόνια μετά πιστεύω πως οφείλουμε φόρο τιμής στο «ολοκαύτωμα» αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι έπεσαν θύματα της τουρκικής εθνικιστικής θηριωδίας και ιδιαίτερα του αιμοσταγούς Μουσταφά Κεμάλ.
Η μνήμη και η τιμή δεν συμπεριλαμβάνει ούτε μονομερείς λοβοτομικές διαγραφές, ούτε συμψηφισμούς, αλλά ούτε και ομογενοποίηση της ιστορικής μνήμης, σύμφωνα με παγκοσμιοποιημένες επιταγές επανεγγραφής της ιστορίας υπό νέους όρους.
Είμαι περήφανος για την ποντιακή μου καταγωγή, από την πατρογονική οικογένεια της μητέρας μου, ο παππούς και η γιαγιά ήταν πόντιοι πρόσφυγες, που ήρθαν το 1922 στον Πειραιά, ο ένας από την Σαμψούντα και η άλλη από την Τραπεζούντα. Το ζήτημα της ποντιακής ρίζας μου, δεν το αντιμετωπίζω απλά φολκλορικά ή πολυπολιτισμικά, αλλά ως μια πραγματικότητα μνήμης3, που με οδηγεί στο «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ» τις αλύτρωτες πατρίδες μας, και συνάμα ευθύνης, στο να διδάξω στις νεότερες γενιές τι συνέβη εκεί για να μην ξανασυμβεί ποτέ εδώ ή οπουδήποτε αλλού.
Ας είναι αιωνία η μνήμη και η ανάπαυση, όλων των πάππων – προπάππων – προπατόρων και αδελφών μας, που άφησαν την τελευταία τους πνοή σε εκείνους τους μαρτυρικούς αλύτρωτους και αξέχαστους τόπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου