Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Η τελευταία μεγάλη μπλόφα της Τουρκίας στο Συριακό: Στο τέλος θα μείνει μόνη της.





Του Θεόδωρου Τσακίρη    
Η έναρξη συστηματικών βομβαρδισμών από την πλευρά του τουρκικού πυροβολικού εναντίον θέσεων των Κούρδων μαχητών της Συρίας (YPG) στις 13 Φεβρουαρίου, σε συνδυασμό με την απόπειρα της Άγκυρας να χρησιμοποιήσει την τρομοκρατική επίθεση της 17ης Φεβρουαρίου για να νομιμοποιήσει το ενδεχόμενο χερσαίας επέμβασής της βορείως του Χαλεπίου, έχουν ανεβάσει απότομα το θερμόμετρο της συριακής κρίσης.   

Τα τουρκικά πλήγματα που δεν φαίνεται να έχουν ανακόψει τον στρατηγικό στόχο της από βορρά περικύκλωσης του Χαλεπίου από τις φιλο-ασαντικές δυνάμεις και τους peshmerga του YPG, παρεμηνεύθηκαν από πολλούς ως μια ακόμη επίδειξη τουρκικής ισχύος. Στην πραγματικότητα οι κρότοι των πυρών του πυροβολικού δεν μπορούν να κατασιγάσουν την εκκωφαντική αποτυχία της συριακής στρατηγικής του Τούρκου Προέδρου μετά το τραγικό του λάθος να καταρρίψει το ρωσικό Su-24.   

Παρά τις λεονταριστικές δηλώσεις της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας ότι θα επέμβει στρατιωτικά ακόμη και σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, των οποίων τη στήριξη προσπαθεί ανεπιτυχώς να επιστρατεύσει σε περίπτωση που χτυπηθούν τουρκικές δυνάμεις εντός συριακού εδάφους, η Τουρκία έρχεται αντιμέτωπη με τα αδιέξοδα της στρατηγικής της μυωπίας. Πέραν από τον προφανή εντυπωσιασμό, η τουρκική αντίδραση στον κίνδυνο να περικυκλωθεί το Χαλέπι -και μάλιστα από κουρδικές δυνάμεις- είναι δυσανάλογη του στρατηγικού κινδύνου που κάτι τέτοιο συνεπάγεται για τον αντιασαντικό συνασπισμό αλλά και τα ίδια τα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας, καθώς θα δημιουργήσουν έναν ασφαλή διάδρομο επικοινωνίας του δυτικότατου κουρδικού θύλακα του Afrin με την αιχμή του δόρατος των κυβερνητικών δυνάμεων στο μέτωπο του Χαλεπίου από την Deir Jamal και την Tall Rifaat στα ανατολικά έως το βασικό κέντρο ανεφοδιασμού που βρίσκεται στα δυτικά στην αεροπορική βάση του Kuweires.   

Πριν από την έναρξη της τελευταίας φάσης προώθησης των κυβερνητικών δυνάμεων ο κουρδικός θύλακας στο Afrin ήταν εντελώς περικυκλωμένος από την τουρκική μεθόριο στον βορρά και τα δυτικά, τις τουρκομανικές και αντιασαντικές δυνάμεις που ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας Idlib στα νoτιοανατολικά και τα ανατολικά προς την κατεύθυνση του Χαλεπίου και τη συριακή Al-Qaeda (Jabat al-Nusra) στα νοτιοδυτικά, που πλέον τείνει να αναδειχθεί ως η ισχυτότερη αντιπολιτευτική ομάδα στο εσωτερικό του χαλεπικού μετώπου.   

Η προώθηση των δυνάμεων του Άσαντ σπάει αυτήν την απομόνωση και σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή προέκταση του ελέγχου του YPG εις βάρος του ISIS κατά μήκος σχεδόν του συνόλου της υπολειπόμενης τουρκοσυριακής μεθορίου μετά τη νίκη τους στη μάχη του Κομπανί (Νοέμβριος 2014-Μάρτιος 2015), δίνουν σάρκα και οστά σε έναν από τους χειρότερους τουρκικούς εφιάλτες: τη δημιουργία μιας de facto ανεξάρτησης τουρκο-κουρδικής μεθορίου από τη Μεσόγειο Θάλασσα έως την τουρκο-ιρανική μεθόριο.   

Το μόνο που παρεμβάλλεται πλέον μεταξύ του Afrin και των ανατολικών περιοχών της Rojava, όπως ιστορικά ονομάζεται η περιοχή του Συριακού Κουρδιστάν, είναι μια πολύ στενή λωρίδα γης που ελέγχεται από ένα μείγμα τουρκομάνων και λοιπών αντιασαντικών δυνάμεων και της εναπομείνασας παρουσίας του ISIS. Η ασαντική στρατηγική μετά την περικύκλωση του Χαλεπίου θα είναι να χτυπήσει από κοινού με το YPG το επίκεντρο της ισχύος του ISIS στη Συρία που εντοπίζεται στην al-Raqqa έστι ώστε να υποχρεώσει το ISIS να αποσύρει τις δυνάμεις του από την τουρκο-συριακή μεθόριο αφήνοντας την περιοχή ανοικτή στο YPG.   

Έως και την 30ή Σεπτεμβρίου 2015, όταν και ξεκίνησε η ρωσική στρατιωτική επέμβαση, η Άγκυρα θεωρούσε ότι θα μπορούσε με ευκολία να εμποδίσει την ένωση των Κούρδων του Afrin είτε με τις δυνάμεις του Άσαντ είτε με τους ομοεθνείς τους. Ακόμη και έως την 24η Νοεμβρίου 2015 η Μόσχα ήταν επικεντρωμένη κυρίως εναντίον των δυνάμεων της αντι-ασαντικής αντιπολίτευσης και της συριακής Al-Qaeda και δεν είχε κάνει σχεδόν τίποτε για να συνδράμει επιχειρησιακά το YPG.    

Μετά την πτώση του Su-24 η Μόσχα υπήρξε η πρώτη χώρα που παρήχε στο YPG ένα βαθμό «διπλωματικής» αναγνώρισης επιτρέποντάς του να ανοίξει (10/2/2016) γραφείο πολιτικής αντιπροσώπευσής του στη Μόσχα, ενώ μπορεί να προχωρήσει στην κατασκευή δεύτερης αεροπορικής βάσης στο ανατολικό άκρο της Rojava πλησίον της περιφερειακής πρωτεύουσας του Qamishli. Πλέον η ρωσική αεροπορία υποστηρίζει επιχειρησιακά και τις δυνάμεις του YPG κατά τρόπο εμφανή και συστηματικό, τόσο κατά του ISIS όσο και στο μέτωπο του Χαλεπίου, κάτι που θα επαναληφθεί και στην επερχόμενη εντός του 2016 επίθεση στην Al-Raqqa.   

Η τουρκική απρονοησία άλλαξε άρδην την επιχειρησιακή τακτική της ρωσικής αεροπορίας στη Συρία σε καταλυτικό βαθμό και έδωσε στη Μόσχα ένα αναπάντεχο στρατηγικό δώρο: την πρόφαση να εγκαταστήσει στην περιοχή το υποστρατηγικό αντιβαλλιστικό/αντιαεροπορικό σύστημα S-400 Triumph, η εμβέλεια των ραντάρ του οποίου φτάνει τα 600 χλμ. Έκτοτε, όπως κατέστησε σαφές ο Ρώσος Πρόεδρος, κάθε αεροπορική επιδρομή των ρωσικών βομβαρδιστικών θα συνοδεύεται από ανάλογο αριθμό μαχητικών αεροσκαφών που θα καθιστούν αδιανόητη μια νέα εμπλοκή, ενώ η όλη επιχείρηση θα προστατεύεται σε επίπεδο αεράμυνας από το S-400 Triumph, που μπορεί να καταστρέψει τον οποιονδήποτε εχθρικό στόχο σε απόσταση 400 χλμ.   

Στην ουσία ο ίδιος ο κ. Ερντογάν αχρήστευσε τη χρήση της τουρκικής αεροπορίας στο συριακό μέτωπο, καθώς είναι εμφανές ότι ενδεχόμενος αεροπορικός βομβαρδισμός κουρδικών ή ασαντικών θέσεων εντός Συρίας ή οποιαδήποτε άλλη τουρκική στρατιωτική περιπέτεια θα απαντηθεί στον αέρα από τη Ρωσία και στο έδαφος από το Ιράν. Ο Ερντογάν πρέπει να έχει συνειδητοποιήσει αυτήν την επικινδυνότητα και για αυτόν ακριβώς τον λόγο προσπαθεί να εμπλέξει μέσω της δημιουργίας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων πάνω από τη Συρία, τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και τους περιφερειακούς συμμάχους της Ουάσινγκτον στην ευρύτερη περιοχή. Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχείρησε κάτι τέτοιο.   

Η κατάρριψη του Su-24 τον Νοέμβριο του 2015 και η προσπάθεια της Άγκυρας να προκαλέσει αμερικανική αεροπορική επίθεση κατά του Άσαντ, λόγω της υποτιθέμενης χρήσης χημικών όπλων από την πλευρά του καθεστώτος τον Μάρτιο-Απρίλιο 2013 κατά τη μάχη της πόλης Ghouta, αποτέλεσαν τις δύο πιο κραυγαλέες απόπειρες εμπλοκής των Αμερικανών. Η τρίτη απόπειρα θα είναι η προσπάθεια σύνδεσης του YPG με την τρομοκρατική επίθεση της 17ης Φεβρουαρίου 2016, αλλά ασχέτως του εάν θα καταφέρει να πείσει την Ουάσινγκτον, η Τουρκία δεν υπάρχει περίπτωση να πείσει το ΝΑΤΟ να την υπερασπισθεί εκτός της ζώνης επιχειρήσεων της Ατλαντικής Συμμαχίας. Το άρθρο 5, η λεγόμενη συλλογική ρήτρα ασφαλείας του ΝΑΤΟ, μπορεί να ενεργοποιηθεί μόνο σε περίπτωση που απειληθεί η εδαφική ακεραιότητα ενός κράτους-μέλους λόγω εξωτερικής επίθεσης.    

Πηγή:  mignatiou

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου