Χαρακτικό του Τάσσου για το «Ασμα ασμάτων» (Ικαρος, 1965), σε μετάφραση Γιώργου Σεφέρη |
Μεταφράσεις, δραματικές διασκευές και επιδράσεις. Τη συνομιλία των ελλήνων λογοτεχνών με το ποιητικό αριστούργημα της Βίβλου παρουσιάζει στη συγκριτολογική μελέτη της η Κίρκη Κεφαλέα
Μια κόρη δροσερή, τα στήθη της σαν δίδυμα ζαρκάδια που βόσκουν μες
στα κρίνα. Ενα βοσκόπουλο λεβέντης, σβέλτος τρέχει στα βουνά σαν
ελαφόπουλο. Αγαπιούνται με αγάπη πανίσχυρη σαν τον θάνατο, «κραταιά ως
θάνατος αγάπη», και σαρκικό πάθος σε ένα από τα ωραιότερα κείμενα της
παγκόσμιας γραμματείας, στο περίφημο Ασμα ασμάτων της Βίβλου.
Ακλόνητα ενταγμένο στον εβραϊκό και στον χριστιανικό κανόνα ιερών
κειμένων και στον δυτικό λογοτεχνικό κανόνα, το εβραϊκό Ασμα ασμάτων,
όπως και τα ελληνικά ομηρικά έπη, προκαλεί συγκίνηση και θαυμασμό παρά
τα ανεπίλυτα θεμελιώδη γραμματολογικά ζητήματα που αφορούν τη δημιουργία
του.
Σύμφωνα με την παράδοση, δημιουργός του είναι ο Σολομώντας (10ος π.Χ. αι.) αλλά τα πραγματολογικά στοιχεία του κειμένου, η γλώσσα και το ύφος του, δεν στηρίζουν την άποψη αυτή. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι συντέθηκε πιθανότατα αρκετούς αιώνες αργότερα, διαδόθηκε προφορικά και απέκτησε οριστική μορφή με την καταγραφή του μεταξύ 450-400 π.Χ. Πρόκειται για ενιαία σύλληψη ή για ανθολογία γαμήλιων τραγουδιών, έργο ενός ανθρώπου ή συμπίλημα πολλών φωνών; Πόσα είναι τα κύρια πρόσωπα του έργου; Τίποτε δεν είναι ξεκαθαρισμένο. Το βέβαιο είναι ότι το τολμηρό ερωτικό κείμενο εντάχθηκε στον εβραϊκό και στη συνέχεια στον χριστιανικό κανόνα χάρη στην αλληγορική ερμηνεία του, καθώς για τους εβραίους μελετητές των Γραφών, οι δύο εραστές παραπέμπουν στον Γιαχβέ, τον Θεό, και στον λαό του Ισραήλ και για τους χριστιανούς παραπέμπουν αντίστοιχα στον Χριστό και στην Εκκλησία.
Η επικοινωνία του Ασματος ασμάτων με την ελληνική λογοτεχνία αφορμάται από την ελληνιστική μετάφραση των Εβδομήκοντα. «Είναι η έλξη που ασκεί απάνω μου το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα που με παρακίνησε να δοκιμάσω την απόδοση του Ασματος των ασμάτων στη σύγχρονη γλώσσας μας» δηλώνει o Γιώργος Σεφέρης στον πρόλογο της «μεταγραφής» του το 1965.
Αν και η πιο πολυδιαβασμένη μετάφραση του έργου, η μετάφραση Σεφέρη, είναι μία από τις συνολικά είκοσι επτά λογοτεχνικές μεταφράσεις του Ασματος ασμάτων τις οποίες παρουσιάζει η Κίρκη Κεφαλέα, επίκουρη καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη μελέτη της Κραταιά ως θάνατος αγάπη. Το Ασμα ασμάτων στη Νεοελληνική Λογοτεχνία (Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2015). Με πρώτη τη μετάφραση του αταύτιστου αιγυπτιώτη λογίου Μ.Δ. στο αλεξανδρινό περιοδικό Γράμματα το 1911, έχουμε περίπου τη δημοσίευση μιας νέας μετάφρασης κατά μέσο όρο κάθε τρία χρόνια ως το 1939, με δημοφιλέστερη προπολεμικά τη μετάφραση του ελληνοεβραίου Γιωσέφ Ελιγιά το 1927, ο οποίος στην εκτενή μελέτη του που συνοδεύει τη μετάφραση στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας θεωρεί το κείμενο καθαρά ερωτικό και την αλληγορική θρησκευτική ερμηνεία του «συμβολικό ψεύδος».
Επειτα από είκοσι πέντε χρόνια μεταφραστικής σιωπής, εμφανίζεται το 1964 μια μετάφραση του κύπριου αρχιμανδρίτη και λογοτέχνη Λεόντιου Χατζηκώστα. Εναν χρόνο μετά ακολουθεί η απόδοση του Σεφέρη και οι μεταφράσεις πυκνώνουν: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Κώστας Τοπούζης, Μάχη Μουζάκη, Μιχάλης Γκανάς, Γιώργης Εξαρχος. Συνολικά τις δεκαοκτώ φτάνουν οι δημοσιευμένες αυτοτελώς ή σε περιοδικό ή ακόμη και στο Διαδίκτυο μεταφράσεις, όπως η τελευταία από όλες, του Μάρκου Γκανή, το 2009.
Μεταφράσεις και δραματικές διασκευές
Η Κεφαλέα περιγράφει την κάθε μετάφραση, τη γλώσσα της, το μέτρο
και τον στίχο της, σημειώνει ποιο είναι το πρωτότυπό της και παραθέτει
ενδεικτικά αποσπάσματα. Ο Ελιγιά μεταφράζει από το εβραϊκό πρωτότυπο, ο
Σεφέρης από το ελληνικό, ο Γκανής από αγγλική μετάφραση ενώ ο Δημήτριος
Παπαρρηγόπουλος δημοσιεύει το 1869 μια δραματική διασκευή του Ασματος, μετάφραση από τα γαλλικά της μεταγραφής του Ασματος σε πεντάπρακτο δράμα από τον Ερνέστο Ρενάν - ένα από τα δράματα που ενέπνευσε ο διαλογικός χαρακτήρας του Ασματος.
Κάθε μετάφραση και κάθε δραματοποίηση είναι και μια ερμηνεία, μια τοποθέτηση απέναντι στα κεφαλαιώδη ζητήματα που αφορούν το κείμενο, τα οποία η συγγραφέας εκθέτει μεθοδικά στο πρώτο μέρος. Αποφεύγει όμως να κρίνει τη λογοτεχνικότητα των μεταφράσεων αυτών ή να τις συγκρίνει μεταξύ τους, σημειώνοντας μόνο σε ένα συμπερασματικό σχόλιο ότι «η ποιότητά τους ως επί το πολύ είναι αξιόλογη».
Ωστόσο, η μελέτη αποτελεί σημαντική βιβλιογραφική συμβολή στις μέρες μας που η συζήτηση για τη λογοτεχνική αξία των βιβλικών κειμένων και τη λογοτεχνική απόδοσή τους στα ελληνικά έχει έρθει στο προσκήνιο με δύο φιλόδοξα μεταφραστικά προγράμματα που έχουν παρουσιαστεί από «Το Βήμα», των εκδόσεων Νεφέλη και του Ιδρύματος Βιβλικών Μελετών «Αρτος Ζωής» που έχουν ανακοινώσει την εκ νέου μετάφραση των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης από δόκιμους λογοτέχνες.
Οι σχέσεις με την ελληνική λογοτεχνική πρωτοπορία
Η πρόσληψη του Ασματος ασμάτων παρουσιάζεται στο τρίτο μέρος του τόμου, με τον Σολωμό, τον Μαλακάση, τον Επισκοπόπουλο, τον Λαπαθιώτη, τον Σικελιανό, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, τον Παπατσώνη και τον Σινόπουλο και άλλους έλληνες τεχνίτες του λυρικού λόγου να συνομιλούν με το εβραϊκό κείμενο. Ο Σολωμός στην ιταλική συλλογή Rime improvvisate (1822) δίνει πολλά σονέτα εμπνευσμένος από τις λυρικές περιγραφές του Ασματος, ενώ οι πλαστικές εικόνες της φύσης, της σκοτεινής άστερης νύχτας, των αμπελώνων και των χορταριασμένων λόφων από το Ασμα ακολουθούν τον Σολωμό ως τον ώριμο Κρητικό (1833-1834).
Η πρόσληψη του Ασματος ασμάτων παρουσιάζεται στο τρίτο μέρος του τόμου, με τον Σολωμό, τον Μαλακάση, τον Επισκοπόπουλο, τον Λαπαθιώτη, τον Σικελιανό, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, τον Παπατσώνη και τον Σινόπουλο και άλλους έλληνες τεχνίτες του λυρικού λόγου να συνομιλούν με το εβραϊκό κείμενο. Ο Σολωμός στην ιταλική συλλογή Rime improvvisate (1822) δίνει πολλά σονέτα εμπνευσμένος από τις λυρικές περιγραφές του Ασματος, ενώ οι πλαστικές εικόνες της φύσης, της σκοτεινής άστερης νύχτας, των αμπελώνων και των χορταριασμένων λόφων από το Ασμα ακολουθούν τον Σολωμό ως τον ώριμο Κρητικό (1833-1834).
Ο Νικόλαος Επισκοπόπουλος, ο πρώτος πεζογράφος του ελληνικού αισθητισμού, εμπνέεται από το Ασμα το δικό του Ασμα ασμάτων (1900), ένα εκτενές πεζοτράγουδο που μετατράπηκε «σε μια αλληγορία της ιερότητας των σαρκικών ερωτικών αισθήσεων» και προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στη λογοτεχνική Αθήνα.
Ο Νικόλας Κάλας παρωδεί τον ειδυλλιακό κήπο του βιβλικού κειμένου στο πρώτο, άτιτλο, ποίημα από την ενότητα των «Εντεκα και Δύο ποιημάτων» και από το Ασμα εμπνέεται ο Τάκης Σινόπουλος για να αποδώσει λυρικά τη ρευστή φύση της γυναίκας στο ελεγειακό Ασμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου (1961).
«Η μορφή του στίχου-εδαφίου του κειμένου των Εβδομήκοντα, η οποία πλησιάζει τη μορφή του ελεύθερου στίχου, και οι τολμηρές, υπερρεαλίζουσες, παρομοιώσεις και μεταφορές του διαβάστηκαν ως δύο πρωτοποριακά στοιχεία της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης και ενθάρρυναν τις νεωτερίζουσες τάσεις του τέλους του 19ου και του 20ού αιώνα, καθώς και τις μοντερνιστικές τάσεις του Μεσοπολέμου» καταλήγει η Κεφαλέα. Η περίπτωση Επισκοπόπουλου υποστηρίζει το συμπέρασμά της αυτό, όπως και η περίπτωση Εγγονόπουλου. «Ο λαιμός της είναι ένα κόκκινο/άλογο» γράφει στο ποίημα «Ελεονώρα» ο υπερρεαλιστής ποιητής. «Τα δόντια σου είναι προβατίνες κουρεμένες / που ανέβηκαν από το λουτρό» διαβάζουμε στο Ασμα σε μετάφραση Σεφέρη. Η άλογη βιαιότητα των παρομοιώσεων και των μεταφορών του Ασματος δεν βρίσκεται μακριά από τους εκφραστικούς τρόπους που αγάπησε η υπερρεαλιστική γραφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου