Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης
Τελειώνοντας όμως γρήγορα με τους αριθμούς ας πάμε σε πρόσωπα και πράγματα. Σχετικά πρόσφατα, κάποιοι φίλοι έμειναν χωρίς δουλειά. Στο βωμό των διαρκώς αναγγελλόμενων και καθ’ όλα… σωτήριων μεταρρυθμίσεων μέσω των μνημονίων, τα συγκεκριμένα άτομα άρχισαν όπως ήταν φυσιολογικό, να αναζητούν δουλειά.
O πρώτος της σειράς πήγε μία ωραία πρωία να αναζητήσει την τύχη του. Έφτασε σε ένα ωραίο, ευυπόληπτο γραφείο, με μεγάλα φωτεινά παράθυρα. Μετά την απαραίτητη αναμονή, η καλλίπυγος νεαρά που βρισκόταν στο γκισέ σήκωσε το τηλέφωνο για μερικά δευτερόλεπτα και αμέσως μετά του ανήγγειλε: «Κύριε Μαρτόπουλε, ο κύριος Σαρωνίτης σας περιμένει».
Με το που έκλεισε την πόρτα πίσω του και έριξε μπροστά του το βλέμμα, αντίκρισε το εργασιακό του μέλλον. Το υποψήφιο αφεντικό του, τον περίμενε χαμογελαστό, έτοιμο να του προσφέρει την εργασία που εκείνος τόσο αποζητούσε.
«Κοίτα να δεις, Κώστα» ξεκίνησε ο διευθυντής… «Μπορώ να σε αποκαλώ με το μικρό σου όνομα, έτσι δεν είναι;»
«Μα και βέβαια, κανένα πρόβλημα, ευχαρίστως», απάντησε ο υποψήφιος εργαζόμενος.
«Τα πράγματα έχουν ως εξής», ανταπάντησε ο διευθυντής, και συνέχισε: «Προς το παρόν, αυτό που μπορώ να κάνω είναι να σου δώσω 350 ευρώ. Από αυτά θα παρακρατείται ο φόρος και τα υπόλοιπα θα σου μένουν στο χέρι».
«Μάλιστα…», ψέλλισε ο νεαρός.
«Μπλοκάκι έχεις;», συνέχισε…
«Ναι, έχω από την προηγούμενη δουλειά», ακολούθησε η απάντηση.
«Πολύ ωραία λοιπόν. Θα δουλεύεις οκτάωρο και αν χρειαστεί, ένα με δύο Σαββατοκύριακα το μήνα», συνέχισε ο άνδρας που καθόταν πίσω από το επιβλητικό γραφείο.
«Και…», πήγε να πει δυο λέξεις ο νεαρός, αλλά το μετάνιωσε. Αμέσως σκέφτηκε: «Δηλαδή αν τα μεικτά είναι 350 ευρώ, πληρώνω τα έξοδα ασφάλισής μου στο ΤΕΒΕ κάθε δίμηνο που είναι 220 ευρώ, και προσθέσω τα μεταφορικά, τι μένει;»
Δευτερόλεπτα μετά αποχαιρετούσε τον διευθυντή, με ειλικρινή ευγνωμοσύνη για το χρόνο που μόλις του είχε αφιερώσει και λίγη ώρα αργότερα βρισκόταν έξω από τα πολυτελή γραφεία για να πάρει το δρόμο της επιστροφής.
Ήδη μέσα του ήξερε. «Θα περιμένω κι αυτό το μήνα και μετά βλέπουμε. Δεν μπορεί, όλο και κάτι θα κάτσει».
Σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε το γνώριμο αριθμό. Από την άλλη άκρη της γραμμής μια γνωστή φωνή απάντησε: «Ναι….;».
«Έλα μάνα, τι μαγείρεψες;», η πρώτη ερώτηση.
«Το αγαπημένο σου φαγητό καμάρι μου. Με τη δουλειά όλα καλά;», εκείνη.
«Ναι μάνα, όλα καλά. Θα τα πούμε από κοντά», και βιάστηκε να κλείσει το τηλέφωνο.
Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο ήξερε. Στα 30 του είχε ήδη προϋπηρεσία 8 χρόνια στο χώρο. Κι ευτυχώς το εφηβικό του κρεβάτι τον χώραγε ακόμα. Άλλωστε γιατί να το αποχωριστεί; Στις 23 Απριλίου του 2010, ο Γιώργος Παπανδρέου, ανακοίνωνε την είσοδο στο μνημόνιο. Κι από τότε πολλά άλλαξαν. Αυτό που δεν άλλαξε για πολλούς ίσως ήταν το σπίτι. Στα 30 του, τρώει ακόμα το φαγητό της μάνας, ψαχουλεύει τους δίσκους του πατέρα στον παλιό μπουφέ του σπιτιού, κάτω από το πικάπ, κλείνει την πόρτα το βράδυ για να κερδίσει λίγη ιδιωτικότητα. Με την ελπίδα ότι στην επόμενη πόρτα που θα χτυπήσει, τα 350, θα γίνουν 500 κι αυτά με τη σειρά τους 700. Μέχρι τότε όμως θα μένει εκεί που μεγάλωσε. Μ’ εκείνους που μεγάλωσε. Προσπαθώντας κάθε ώρα της ημέρας να γεφυρώσει το χάσμα που δεν έφτιαξε ο ίδιος με τους γονείς, αλλά τα χρόνια που τον χωρίζουν μαζί τους. Μ’ εκείνους που τον έφεραν και συνεχίζουν να τον διατηρούν στη ζωή. Ακόμα και σήμερα… 30 χρόνια μετά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου