Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΟΥΝΑΣ – Μία μικρή ιστορία από τη μάχη στις Καρούτες



Φώτο αρχείου
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΟΥΝΑΣ


Τέσσερις Αυγούστου του 1944. Ένας λόχος ανταρτών του ΕΛΑΣ της Ρούμελης είναι στρατοπεδευμένος στη Στρώμη, ένα μικρό χωριό στις βορεινές πλαγιές της Γκιώνας κοντά στις όχθες του Μόρνου. Οι αντάρτες με διοικητή το Μήτσο Δημητρίου (καπετάν Νικηφόρο) πήραν το μεσημεριανό συσσίτιό τους και ξεκίνησαν. Ήρθε η πληροφορία πως οι Γερμανοί ξεκίνησαν απ’ την Άμφισσα για το 51 χιλιόμετρο. Εκεί λοιπόν θα πήγαιναν να τους χτυπήσουν.

Έφτασαν στο χωριό Λευκαδίτη κι έκαναν μικρή στάση. Τους μοίρα σαν λίγο μπομπότα και λίγα φύλλα καπνού και ξεκίνησαν ξανά. Ανέβηκαν σχεδόν κατακόρυφα σχεδόν στην Γκιώνα. Στην κορφή έκαμαν μια καινούργια στάση και τους μίλησαν για την αποστολή τους. Τους είπαν πως ένα χιτλερικό τάγμα Ες Ες κινήθηκε από την Άμφισσα και βρίσκεται στο χωριό Καρούτες. Αυτό θα χτυπούσαν.

Η διοίκηση έστειλε μια διμοιρία μπροστά ν’ ανιχνέψει το ύψωμα πάνω απ’ τις Καρούτες και οι υπόλοιποι περίμεναν εκεί. Έριξαν στις πλάτες τους τις χλαίνες τους, γιατί παρόλο που ήταν Αύγουστος έκανε πολύ κρύο. Ήταν βλέπετε σε υψόμετρο κοντά στα 2.000 μέτρα. Και άρχισαν τις προετοιμασίες τους.

Ο Γιώργος που είχαν τρυπήσει τα τσαρούχια του απ’ τα λιθάρια τα έσιαζε σιγομουρμουρίζοντας:

«Εχ, ρε έρμα ποδάρια, καμιά φορά δεν είχατε τύχ’ να ιδήτε ποδήματα. Σήμερα, όμως, όπως και ναχ’ το πράμα θα σας μποτοφορέσω».
«Μήπως φορούσες και στο χωριό σου μπότες;» τον πείραξε ένας δίπλα του απ’ την Αγιαθυμιά που άκουσε το μουρμουρητό του Γιώργου.
«Όχι, ρε Αη-Θυμιώτ’, είμνα φτωχός, πολύ φτωχός. Δούλευα με τη Μαριώ μ’ απ’ την αυγή ως το βράδυ και δε χορταίναμε ψωμί με τα κουτσούβαλά μας, όχ’ να φουρέσω και παπούτσια. Τσ’ Κυριακές σαν έβγαινα κι εγώ στην πλατέα τ’ χουριού μ’ αυτά τα “γλαρώνια” έβγαινα».
Έγινε η μάχη. Μακελιοκόπηκαν οι Γερμανοί. Όσοι γλίτωσαν ξεπρόβαιναν μέσα απ’ τα ερείπια του χωριού με άσπρα μαντήλια δεμένα στις κάνες των όπλων τους και παραδίνονταν. Και άλλους τους ξετρύπωναν οι αντάρτες απ’ τους φράχτες, τα κατώγια των σπιτιών, τους φούρνους, φωνάζοντας:
«Ψηλά τα χέρια, ρεμάλια!»
«Νίξ’ καπούτ;» ρωτούσαν φοβισμένοι στη γλώσσα τους οι Γερμανοί.
«Νίξ’ καπούτ. Ψηλά τα χέρια», τους απαντούσαν.
Η μάχη στις Καρούτες τέλειωσε. Περίλαμπρη νίκη για τους αντάρτες. Στην πλατεία έγινε προσκλητήριο για να βρεθεί πόσοι λείπουν. Έλειπε ο Γιώργος κι ένας άλλος μόνο. Τι όμως απόγιναν;
Μας πληροφορεί η ιστορία της Εθνικής Αντίστασης: «Ο Αη-Θυμιώτης που προχωρούσε δίπλα-δίπλα με το Γιώργο κι ή ταν υπεύθυνος για τη σύνδεση μαζί του λέει:
“Αν χτυπήθηκε, χτυπήθηκε σ’ αυτά τα σπίτια”, κι έδειξε τον ανήφορο. “Ως εκεί κρατούσαμε σύνδεση, έπειτα δεν τον ξανάδα”. Ξεκινήσαμε να τους βρούμε. Μόλις ανηφορήσαμε βλέπουμε το Γιώργο κεφαλοδεμένο μ’ ένα όπλο χιαστί κι ένα στο δεξί του χέρι να συνοδεύει ένα Γερμανό γυμνό που απ’ το πλευρό του έτρεχε αίμα.
“Τι έγινε, πού χάθηκες βρε Γιώργο; Νομίσαμε πως... ”
“Δε σας τόπα το πρωί ρε συναγωνιστές ότι τέλειωσαν οι αμαρτίες των ποδαριών μου κι ότι σήμερα θα τα μποτοφορέσω. Όμως ο κερατάς παραλίγο να μου φάει το στάρι. Είχ’ ανεβεί στα καδρόνια της σκεπής και μ’ φύτεψε μια στ’ αριστερό μου μπράτσο. Αν δεν πάθαινε μπλοκή το πιστόλι τ’ θα με σκότωνε. Φωτιά τόχου κι εγώ πλέτι και τον έφερα σαν τσόνι κάτω. Τον αφόπλισα του ’βγαλα τσ’ μπότες και τα ρούχα και να μ’ έκανε βαφτιστήρ’ αυγουστιάτικα”.
“Στο κεφάλι έχεις τραύμα; Γιατί δέθηκες έτσι;”
“Δεν είναι τίποτα συναγωνιστές, μια γκρατσουνιά μοναχά”.
Άμαθος ο Γιώργος να βαδίζει με μπότες πήγαινε σαν βαρυφορτωμένη μαούνα. “Σαν μαούνα πας”, τον πείραζαν οι άλλοι. Κι από τότε του έμεινε και το όνομα “Μαούνας”.
Το Μήτρο τον βρήκαμε σκοτωμένο σ’ ένα καμένο σπίτι. Τον είχε βρει η σφαίρα στο κούτελο».
Αγιαθυμιώτικα Νεα

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου