> Γράφει o: Γ.
«Παλιακός»
(Με τις «Ιστορίες της Αγοράς»,περπατάμε στους δρόμους του
Χωριού μας, συναντάμε χωριανούς μας των περασμένων χρόνων και μας λένε Ιστορίες
τους)
Σάββατο, είκοσι Ιανουαρίου 1962. Μέρα διπλής γιορτής, μέρα χαράς
για το Χωριό μας.
Μέρα γιορτής γιατί ξημέρωνε η Γιορτή της Μνήμης του
Πολιούχου Αγίου του Χωριού μας, του Αγίου Ευθυμίου του Μεγάλου, μέρα χαράς και
«γιορτής» γιατί την ίδια εκείνη μέρα η ΔΕΗ άναψε τα φώτα στο Χωριό μας.
Ευλογημένη μέρα! Φωτίστηκαν τα σπίτια, φωτίστηκαν οι δρόμοι,
φωτίστηκαν και τα μαγαζιά του χωριού. Πάνε, παραμερίστηκαν οι λάμπες πετρελαίου
και τα λαδολύχναρα στα σπίτια, πάνε τα λούξ και οι λάμπες ασετυλίνης από τα
μαγαζιά.
Το χωριό μας… φωτίστηκε! Μέρα δικαιολογημένης ικανοποίησης, δικαιολογημένης
χαράς και αισιοδοξίας για ένα καλύτερο μέλλον στη ζωή των ανθρώπων. Ένα
κοινωνικό αγαθό, από εκείνα που εξασφαλίζουν την άνεση και τον πολιτισμό στους
ανθρώπους, έφτασε επί τέλους και στο χωριό μας.
Πέρασαν πια τα χρόνια που οι άνθρωποι απόφευγαν να κυκλοφορούν
τις νύχτες, μαζεύονταν νωρίς στα σπίτια τους και γύριζαν τις νύχτες στις αυλές,
στις αποθήκες, στις αχυρώνες με τα λαδοφάναρα στα χέρια και τα παιδιά διάβαζαν
και έγραφαν με το φως της φωτιάς, ακουμπισμένα στο παραστάθι της παραστιάς και
οι φλόγες από τα πουρνάρια να καίνε τα πρόσωπά τους.
Μαζί με τα πολλά άλλα καλά, που έφερε το ηλεκτρικό ρεύμα στο
χωριό μας, έφερε και τα ψυγεία στα νοικοκυριά και στα μαγαζιά και γέμισαν τα
τελευταία αυτά με τυριά, σαλάμια, κατεψυγμένα κρέατα και κοτόπουλα. Χόρτασε ο
κοσμάκης. Εφτά αρνιά κατεψυγμένα την εβδομάδα ξόδευε ο «Κονιάκος» και άσε τους
κιμάδες και τα άλλα κρεατικά. Και από κοντά ο «Καψούλης». Αλλά, το αγαθό που
απόλαυσαν και χόρτασαν οι χωριανοί Αλλά, το αγαθό που απόλαυσαν και χόρτασαν οι
χωριανοί μας με τον ερχομό της ΔΕΗ στο χωριό μας ήταν τα ψάρια. Ψάρια μεγάλα, πολλών
ειδών, πολύχρωμα και τραβηκτικά.
Μέχρι τότε, άλλος τρόπος συντήρησης τέτοιων τροφίμων δεν
υπήρχε.Μόνον τις σαρδέλες και τις μαρίδες των αδελφών Τσουκάνα ήξεραν και είχαν
γευθεί οι άνθρωποι του χωριού μας. Τα «πρώτα» ψάρια ήταν άγνωστα στους πιο
πολλούς.
Μάλιστα, για τους ανθρώπους του χωριού μας, θεωρούταν ευτυχής
συγκυρία, ευλογία Θεού, να φάνε τέτοια ψάρια. Γι’ αυτό και όταν κατέβαιναν στο
Σάλωνα ή στην Ιτιά για τα δικαστήρια, στα παζάρια ή για άλλες υποθέσεις τους,
δεν έχαναν την ευκαιρία και πάντα έτρωγαν ψάρια. Όταν μάλιστα γύριζαν στο χωριό
και τους ρωτούσαν «πώς τα πέρασαν, τι έφαγαν» εκείνοι συνήθιζαν να απαντούν:
«Με το συμπάθιο ψάρια». Ναι, και δεν παρέλειπαν να προσθέτουν πάντοτε και «με
το συμπάθιο». Και μάλιστα, λέγοντας τις λέξεις αυτές, ακουμπούσαν την παλάμη
τους στο στήθος τους. Υποθέτω, δεν είμαι σίγουρος, ότι με τον τρόπο αυτόν
ήθελαν να εκδηλώσουν την μετριοφροσύνη τους για κάτι… σπουδαίο, που, κατά την
γνώμη τους, είχαν καταφέρει.
Αλλά, εκείνο που αφορά την Ιστορία μας αυτή, είναι τούτο: Τα
ψαροκέφαλα και τα ψαροκόκκαλα και τα άλλα περιττά και περισσευούμενα από τα
μεγάλα κατεψυγμένα ψάρια που κατανάλωναν οι χωριανοί μας τα πέταγαν, μάλλον,
καλύτερα, τα άφηναν στα αγκωνάρια των σπιτιών τους για να μαζεύονται οι γάτες,
να γίνονται… γατοκαυγάδες και να τα βλέπουν οι γείτονες και οι περαστικοί και
να τους… μακαρίζουν.
Για να ειπούμε την αλήθεια Για να ειπούμε την αλήθεια, να
τους… γλωσσοτρώνε! Και πράγματι, άκουγες να λένε: «Τήρα, τήρα να ιδείς!
Καλοπερνάει Η Θυμιούλα… Όλο ψάρια τρώει.
Τόρριξε στις καλοφαγιές τώρα τελευταία... σήκωσε κεφάλι η Θυμιούλα…». Αυτά και
άλλα τέτοια άκουγες να λένε.
Και πραγματικά, με το «ηλεκρικό» σήκωσαν κεφάλι οι χωριανοί μας!
Καιρός ήταν δά!...
Αγιαθυμιώτικα Νεα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου