Τo ζώο της εβδομάδας πιθανόν να παραξενέψει το ευρύ
κοινό καθώς οι περισσότεροι ονομάζουν «κουκουβάγιες» όλα τα είδη της
οικογένειας των Γλαυκών που έχουν παρόμοιο μέγεθος και χαρακτηριστικά.
Όμως μόνο το είδος Athene noctua είναι η κανονική κουκουβάγια, με τουλάχιστον τέσσερα διαφορετικά είδη να μπερδεύονται με αυτή.
Ο χουχουριστής (Strix aluco) ή χούχουλας ή χουχουλόγιωργας είναι ένα από αυτά, πολλές ομοιότητες αλλά και διαφορές από την κοινή κουκουβάγια. Η πρώτη λέξη του επιστημονικού της ονόματος (Strix) προέρχεται από τη λέξη στριξ, ένα μυθολογικό πτηνό που έφερνε κακούς οιωνούς και τρεφόταν με ανθρώπινη σάρκα και αίμα και ήταν η κοινή ονομασία των γλαυκών, είτε είναι ηχομιμητική λέξη της φωνής του πτηνού. Η δεύτερη λέξη (aluco) προέρχεται από την ελληνική λέξη ολολύζω/ulucus(λατιν.)-allocco-alucο που σχετίζεται πάλι με τη φωνή του ζώου. Η κοινή ονομασία «χουχουριστής» είναι μια ηχομιμητική λέξη από τον ιδιαίτερο, «χουχουριστό» και λυπητερό ήχο που αρθρώνει.
Ο χουχουριστής είναι μια μεσαίου μεγέθους γλαύκα (η ομάδα πτηνών που περιλαμβάνει όλες τις κουκουβάγιες, μπούφους, γκιώνηδες, νυχτοπούλια, κ.λπ.) με μήκος που φτάνει τα 43 εκατοστά, βάρος μέχρι και 590 γραμμάρια και άνοιγμα φτερών μέχρι και 104 εκατοστά. Εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη εκτός από τις πολύ βόρειες Σκανδιναβικές περιοχές. Έχει στιβαρή κατασκευή σώματος, μεγάλο και στρογγυλό κεφάλι με κατάμαυρα μάτια, κοντά πόδια και σχετικά κοντή ουρά. Το χρώμα της είναι καστανοκόκκινο έως γκριζοκάστανο, με σκούρες κηλίδες και λεπτές ρίγες σε όλο το φτέρωμα με λευκές κηλίδες, ενώ υπάρχουν και λευκές κηλίδες στα φτερά και στο κεφάλι. Είναι μόνιμος κάτοικος φυλλοβόλων και μικτών δασών αλλά και βρίσκονται και κοντά σε αγροτικές ή αστικές περιοχές όταν υπάρχουν κοντά δάση.
Δραστηριοποιείται τη νύχτα ενώ την ημέρα αποσύρεται σε κουφάλες δέντρων, σπηλιές ή απλά ξεκουράζεται πάνω σε δέντρα. Τρέφεται με τρωκτικά και μικρά θηλαστικά, αμφίβια και ασπόνδυλα (έντομα, σκώληκες) αλλά και μικρά πουλιά που κουρνιάζουν τη νύχτα. Τις νυχτερινές ώρες κάνει αισθητή την παρουσία του καθώς ακούγεται συχνά και διαθέτει ένα φάσμα διαφορετικών φωνών με χαρακτηριστικότερο το χουχούρισμα που του έδωσε και το όνομά του.
Ο χουχουριστής προστατεύεται «χαλαρά» σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό και διεθνές επίπεδο εντασσόμενος σε λίγες συμβάσεις και καταλόγους. Ο κρυπτικός κυρίως νυκτόβιος τρόπος ζωής και η μεγάλη περιοχή εξάπλωσής του μεταφράζονται σε λίγες άμεσες πιέσεις. Αντίθετα, οι έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες που σχετίζονται με τη συρρίκνωση και υποβάθμιση των βιοτόπων που φωλιάζει, αναπαράγεται και κυνηγά και γενικότερα τη μείωση των δασικών εκτάσεων, αλλά και αγροτικές δραστηριότητες όπως η χρήση μυοκτόνων δηλητήριων, εντομοκτόνων και φυτοφαρμάκων αποτελούν σοβαρότατες έμμεσες πιέσεις που επιδρούν αρνητικά στους πληθυσμούς του χουχουριστή.
Ο χουχουριστής καταγράφεται στην προστατευόμενη περιοχή του όρους Πάρνωνα και υγροτόπου Μουστού και οι φυσικές και σχετικά ανεπηρέαστες από τον άνθρωπο δασικές περιοχές αποτελούν ένα φιλόξενο και ασφαλές σπιτικό για το είδος αυτό. Οι συναντήσεις του με τον επισκέπτη και τον κάτοικο της περιοχής δεν είναι πολύ πιθανές καθώς κατά τη διάρκεια της ημέρας «αποσύρεται» και «εμφανίζεται» τη νύχτα.
Οι δεισιδαιμονίες που έχουν συνδεθεί με αυτή τη γλαύκα όπως και με την τυτώ εξαιτίας της «κακοφωνίας» τους και της νυχτερινής δραστηριοποίησής τους δεν πρέπει να μας αποτρέπει από τις προσπάθειες προστασίας και διατήρησής τους στην περιοχή μας, καθώς αποτελούν σημαντικότατο και αναπόσπαστο τμήμα της μοναδικής βιοποικιλότητας της προστατευόμενης περιοχής.
Ο χουχουριστής (Strix aluco) ή χούχουλας ή χουχουλόγιωργας είναι ένα από αυτά, πολλές ομοιότητες αλλά και διαφορές από την κοινή κουκουβάγια. Η πρώτη λέξη του επιστημονικού της ονόματος (Strix) προέρχεται από τη λέξη στριξ, ένα μυθολογικό πτηνό που έφερνε κακούς οιωνούς και τρεφόταν με ανθρώπινη σάρκα και αίμα και ήταν η κοινή ονομασία των γλαυκών, είτε είναι ηχομιμητική λέξη της φωνής του πτηνού. Η δεύτερη λέξη (aluco) προέρχεται από την ελληνική λέξη ολολύζω/ulucus(λατιν.)-allocco-alucο που σχετίζεται πάλι με τη φωνή του ζώου. Η κοινή ονομασία «χουχουριστής» είναι μια ηχομιμητική λέξη από τον ιδιαίτερο, «χουχουριστό» και λυπητερό ήχο που αρθρώνει.
Ο χουχουριστής είναι μια μεσαίου μεγέθους γλαύκα (η ομάδα πτηνών που περιλαμβάνει όλες τις κουκουβάγιες, μπούφους, γκιώνηδες, νυχτοπούλια, κ.λπ.) με μήκος που φτάνει τα 43 εκατοστά, βάρος μέχρι και 590 γραμμάρια και άνοιγμα φτερών μέχρι και 104 εκατοστά. Εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη εκτός από τις πολύ βόρειες Σκανδιναβικές περιοχές. Έχει στιβαρή κατασκευή σώματος, μεγάλο και στρογγυλό κεφάλι με κατάμαυρα μάτια, κοντά πόδια και σχετικά κοντή ουρά. Το χρώμα της είναι καστανοκόκκινο έως γκριζοκάστανο, με σκούρες κηλίδες και λεπτές ρίγες σε όλο το φτέρωμα με λευκές κηλίδες, ενώ υπάρχουν και λευκές κηλίδες στα φτερά και στο κεφάλι. Είναι μόνιμος κάτοικος φυλλοβόλων και μικτών δασών αλλά και βρίσκονται και κοντά σε αγροτικές ή αστικές περιοχές όταν υπάρχουν κοντά δάση.
Δραστηριοποιείται τη νύχτα ενώ την ημέρα αποσύρεται σε κουφάλες δέντρων, σπηλιές ή απλά ξεκουράζεται πάνω σε δέντρα. Τρέφεται με τρωκτικά και μικρά θηλαστικά, αμφίβια και ασπόνδυλα (έντομα, σκώληκες) αλλά και μικρά πουλιά που κουρνιάζουν τη νύχτα. Τις νυχτερινές ώρες κάνει αισθητή την παρουσία του καθώς ακούγεται συχνά και διαθέτει ένα φάσμα διαφορετικών φωνών με χαρακτηριστικότερο το χουχούρισμα που του έδωσε και το όνομά του.
Ο χουχουριστής προστατεύεται «χαλαρά» σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό και διεθνές επίπεδο εντασσόμενος σε λίγες συμβάσεις και καταλόγους. Ο κρυπτικός κυρίως νυκτόβιος τρόπος ζωής και η μεγάλη περιοχή εξάπλωσής του μεταφράζονται σε λίγες άμεσες πιέσεις. Αντίθετα, οι έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες που σχετίζονται με τη συρρίκνωση και υποβάθμιση των βιοτόπων που φωλιάζει, αναπαράγεται και κυνηγά και γενικότερα τη μείωση των δασικών εκτάσεων, αλλά και αγροτικές δραστηριότητες όπως η χρήση μυοκτόνων δηλητήριων, εντομοκτόνων και φυτοφαρμάκων αποτελούν σοβαρότατες έμμεσες πιέσεις που επιδρούν αρνητικά στους πληθυσμούς του χουχουριστή.
Ο χουχουριστής καταγράφεται στην προστατευόμενη περιοχή του όρους Πάρνωνα και υγροτόπου Μουστού και οι φυσικές και σχετικά ανεπηρέαστες από τον άνθρωπο δασικές περιοχές αποτελούν ένα φιλόξενο και ασφαλές σπιτικό για το είδος αυτό. Οι συναντήσεις του με τον επισκέπτη και τον κάτοικο της περιοχής δεν είναι πολύ πιθανές καθώς κατά τη διάρκεια της ημέρας «αποσύρεται» και «εμφανίζεται» τη νύχτα.
Οι δεισιδαιμονίες που έχουν συνδεθεί με αυτή τη γλαύκα όπως και με την τυτώ εξαιτίας της «κακοφωνίας» τους και της νυχτερινής δραστηριοποίησής τους δεν πρέπει να μας αποτρέπει από τις προσπάθειες προστασίας και διατήρησής τους στην περιοχή μας, καθώς αποτελούν σημαντικότατο και αναπόσπαστο τμήμα της μοναδικής βιοποικιλότητας της προστατευόμενης περιοχής.
Πηγή: www.fdparnonas.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου