Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝ​ΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ ΤΟΥΣ

Ήταν βαρύς ο πρώτος χειμώνας της κατοχής. Πως να γιορτάσεις Χριστούγεννα με τον κατακτητή να σου πατά το σβέρκο; Στη Σάμο, από μια άποψη ήταν τυχεροί, αφού το νησί το κατέλαβε η Ιταλική μεραρχία CUNEO κι ως γνωστόν οι Ιταλοί απείχαν παρασάγγας σε σκληρότητα από τους Γερμανούς Ναζί. Μάζεψαν όμως όλες τις σοδειές και οι ντόπιοι απροετοίμαστοι πείνασαν, όπως άλλωστε κι ολόκληρη η Ελλάδα.

 Το Μαράκι κι ο Γιωργάκης, έντεκα και δέκα χρονών αντίστοιχα, ζούσαν μόνον με τον πατέρα τους μουσικό και τσαγκάρη ταυτόχρονα, μιας κι η μάνα τους είχε φύγει προ καιρού στην Αθήνα, ακολουθώντας τον μεγάλο της έρωτα, όπως τουλάχιστον έλεγαν τα σόγια του ανδρός της ή επειδή δεν άντεχε την καταπίεση τους, κατά την δική της εκδοχή. Κτήματα δεν είχαν, συγγενείς στα χωριά δεν είχαν και ποιος παραγγέλνει παπούτσια με τόση φτώχεια; Βέβαια ποτέ δεν μείνανε ολότελα νηστικά, πάντα υπήρχε κάτι στο τσουκάλι της μικρής που είχε αναλάβει τον ρόλο της νοικοκυράς , παράλληλα με το σχολειό της. Πρώτη μαθήτρια, έστω κι αν πήγαινε στο μάθημα με λαδωμένο το τετράδιο, αφού διάβαζε και μαγείρευε ταυτόχρονα.

Ο αδελφός της ένα ψιλόλιγνο σγουρομάλλικο αγοράκι, είχε κρεμαστεί κυριολεκτικά από πάνω της, αλλά κι ο πατέρας της, ο οποίος, παρά τους μήνες που πέρασαν, δεν είχε συνέρθει από την εγκατάλειψη της γυναίκας του, που λάτρευε παθολογικά. Έγραφε στο τσαγκαράδικο και ξαναέγραφε τα μουσικά κομμάτια του, ήταν καλός κατά κοινή ομολογία, σπουδαγμένος στο Ωδείο Αθηνών, πήγαινε και στην φιλαρμονική το απόγευμα για να διδάξει στα παιδιά μουσική κι οι γονείς δεν τον άφηναν έτσι, πάντα κάποιο τρόφιμο του φέρνανε για πληρωμή. Το τραγικό είναι πως αυτά τα έργα του κι όλα όσα είχε γράψει σ΄όλη του τη ζωή, είχαν πολύ κακή τύχη. Όταν έφυγε με την οικογένεια του μέσω Τουρκίας στη Μέση Ανατολή για να ντυθούν με τ΄αδέλφια του στο χακί και να
πολεμήσουν τα στρατεύματα του Ρόμελ, κάποιοι αγράμματοι προφανώς συμπολίτες του, μπήκαν στο μαγαζί και λόγω έλλειψης χαρτιού, χρησιμοποιήσαν τις παρτιτούρες του για τσιγαρόχαρτο. Όταν επέστρεψε και το έμαθε έκλαψε σαν μωρό παιδί λες κι έχασε συγγενή κι ούτε που έγραψε πια, έστω μια νότα.

Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα του μαύρου 41 λοιπόν. Μα τα σπίτια και τα πρόσωπα των ανθρώπων ήταν το ίδιο ολοσκότεινα. Το πρώτο που σου στερεί η σκλαβιά βλέπεις, είναι το χαμόγελο μαζί με την αξιοπρέπεια. Αυτά τα δυο πάνε πακέτο, δεν ζούνε χωριστά. Ο σκλαβωμένος άνθρωπος, ακόμη κι αν δεν του λείπουν τα υλικά αγαθά, είναι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος.
Την παραμονή, γύρω στο σούρουπο έκανε μπάνιο η οικογένεια στη σκάφη και ξάπλωσε νωρίς για να πάνε τα χαράματα στην εκκλησία.
Ρούχα καινούρια μπορεί να μην είχανε, είχανε όμως ολοκαίνουρια παπούτσια από τα χεράκια του πατέρα τους. Παπούτσια που τα καμάρωναν και τα δυο όσο δεν λέει! Το Μαράκι μάλιστα, φρόντισε τα παλιά τους, σχεδόν αφόρετα, να τα τυλίξει με μια κορδέλα και να τα πάει στην Μαιρούλα και τον Ηλία, που είχαν χάσει τον μπαμπά τους στον πόλεμο.

Θα ήτανε γύρω στις δέκα, όταν μόλις κι ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα τους. Ο κυρ Γιάννης, που δεν τον είχε πάρει ο ύπνος ακόμη, σηκώθηκε κι άνοιξε απορημένος. Στην πόρτα με τη στολή και γεμάτη την αγκαλιά του πακέτα, ήτανε ο Τζοβάνι, ο Ιταλός γιατρός, που όλοι είχαν να το κάνουν για την καλοσύνη του, έσωσε κόσμο και κοσμάκη τότε, άσε που μέσα σε ούτε καν οκτώ γεμάτους μήνες, είχε μάθει άπταιστα τα Ελληνικά.
"Χρόνια Πολλά".
"Χρόνια Πολλά..........."
" Αυτά για τον μικρό Τζωρτζίνο, μοιάζει στον γιο μου." είπε διστακτικά, σχεδόν βουρκωμένος
Ο Γιάννης, που ήτανε χωμένος και στην αντίσταση, τα 'χασε προς στιγμήν. Από τη μια στεκόταν μπροστά του ο κατακτητής, από την άλλη ένας δόλιος πατέρας που του έλειπε το παιδί του. Τραβήχτηκε και με το χέρι του έκανε νόημα να περάσει. Τα μικρά εν τω μεταξύ είχανε σηκωθεί και αγουροξυπνημένα κοίταζαν τον απρόσμενο επισκέπτη, που αράδιασε ι το φορτίο του στο τραπέζι κι έβγαζε μέσα στην απόλυτη σιωπή και του πουλιού το γάλα. Και κρέας και φρούτα και σοκολάτες και γάλα και κονσέρβες και καφέ και ζάχαρη, όλα τα καλά του Θεού. Στο τέλος άφησε στα χέρια της Μαρίας μια κούκλα, που εκείνη του την επέστρεψε αμίλητη, σπρώχνοντας και μια και δυο και τρεις φορές, ώσπου της είπε ο πατέρας της "Μην τον προσβάλλεις τον κύριο κορίτσι μου, κράτησέ την"
"Μα είναι Ιταλός μπαμπά μου!"
"Υπάρχουν και καλοί Ιταλοί"
"Να φύγουν τότε από εδώ, να πάνε στην πατρίδα τους"
Ο Τζιοβάνι γέλασε πικρά κι ανακάτεψε τα μαλλιά της.
"Να ήξερες πόσο το θέλω μικρή μου. Αλλά αυτά έχει ο πόλεμος!"

Το Μαράκι, σαν καλή οικοδέσποινα κι επειδή με το παιδικό της ένστικτο κατάλαβε πως αυτός ο άνθρωπος κι ας φορούσε στολή, δεν ήταν εχθρός, τον ρώτησε:
"Να σας φτιάξω έναν καφέ; Από τον δικό σας, εμείς δεν έχουμε από τότε που μας σκλαβώσατε."
"Να μου φτιάξεις. Θα πιούμε έναν μαζί με τον πατέρα σου, ε;"
"Βέβαια, βέβαια φτιάξε " είπε στην κόρη του, ενώ μέσα του σκεφτόταν. "Τι διάλο να θέλει στ΄αλήθεια ο μακαρονάς; Κάτι θέλει, αλλά τι;"
Πήγε στο κουζουνάκι να βοηθήσει την κόρη του με την γκαζιέρα κι όταν γύρισε, είδε τον κανακάρη του στα γόνατα του Ιταλού, να φωνάζει "ντε, ντε" και να σέρνει μπρος πίσω στο τραπέζι μιαν τενεκεδένια άμαξα με δυο άσπρα άλογα.

Ήπιανε τον καφέ, ζεστάθηκε λίγο η ατμόσφαιρα κι ο Τζιοβάνι έβγαλε μια φωτογραφία με την φαμίλια του. Μιαν όμορφή μελαχρινή γυναίκα που κάπως έφερνε στην Ντίνα του, ένα κοριτσάκι κι ένα αγοράκι που ήταν ολόφτυστο ο Γιώργος του.
"Από τότε που είδα το παιδί σου, μου λείπει λιγότερο το σπίτι μου. Περίμενα να νυχτώσει καλά, για να μην σε εκθέσω στον κόσμο" είπε στον Γιάννη. "Αλλά πίστεψέ με, τέτοια νύχτα, δεν μπορούσα να είμαι με στρατιωτικούς, είχα ανάγκη από μια οικογένεια."

Για να μην τα πολυλογώ, ο Τζιοβάνι, πήγαινε κι άλλα βράδια κρυφά στο νησιώτικο σπιτικό, πάντα με τα καλούδια του σε είδος, η Μαρία φίλευε όλη τη γειτονιά, αλλά και σε πληροφορίες, γιατί ήτανε αντιφασίστας μέχρι κόκκαλο. Φρόντισε μάλιστα, να φύγει η οικογένεια ανενόχλητη για απέναντι, αφού τους αποχαιρέτισε με δάκρυα στα μάτια. Αργότερα τον στείλανε στο Ρωσικό Μέτωπο, όπου πολέμησε και τραυματίστηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος. Επέστρεψε στη Σάμο, μετά την απελευθέρωση κι έζησε εκεί, ως τον θάνατό του, μιας κι είχε χάσει ολόκληρη την οικογένεια του, σ΄έναν βομβαρδισμό. Για τα δυο αδέλφια, ακόμη κι όταν ενηλικιώθηκαν, ήτανε πάντα ο θείος Τζιοβάνι, δεν απέκτησε άλλωστε άλλη οικογένεια, ποτέ ....
 
Το θέμα το βρήκαμε εδώ και η επιλογή της φωτογραφίας είναι τυχαία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου