Το Χρονικό του Γαλαξειδίου
Το Χρονικό του Γαλαξιδιού
γράφτηκε το 1703 από τον ιερομόναχο Ευθύμιο, στη Μονή του
Σωτήρος που βρίσκεται κοντά στο Γαλαξίδι, κωμόπολη του Κορινθιακού κόλπου.
Περιέχει την ιστορία της κωμόπολης αυτής από το 10ο αιώνα ως την καταστροφή της
από τους πειρατές (1660) και το ξανακτίσιμό της το 1670. Ο συγγραφέας
χρησιμοποίησε υλικό από τα αρχεία της Μονής του Σωτήρος αλλά πρόσθεσε και άλλες
φανταστικές διηγήσεις. Είναι σημαντικό έργο τόσο για τις πληροφορίες που μας
δίνει όσο και για τη γλώσσα που χρησιμοποιεί.
Περιεχόμενο
Το κείμενο αναφέρεται στα γεγονότα που οδήγησαν στην καταστροφή του Γαλαξιδιού, την αναχώρηση και επιστροφή των κατοίκων. Χωρίζεται σε τρεις ενότητες
-1η : Γαλαξιδιώτικα πλοία προσβάλλουν τον πειρατή Ντουρατζίμπεη και γίνεται πόλεμος ανάμεσα στους κουρσάρους και τους κατοίκους της πόλης.
-2η : Ο Ντουρατζίμπεης εκδικείται και καταστρέφει το Γαλαξίδι.
-3η : Όσοι κάτοικοι επέζησαν φεύγουν και επιστρέφουν μετά την εμφάνιση του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
Ο κουρσάρος Ντουρατζίμπεης με άδεια του σουλτάνου ελέγχει τον κόλπο του Γαλαξιδιού. Όταν δυο γαλαξιδιώτικα πλοία αρνηθούν να του αποδώσουν την οφειλόμενη τιμή, αυτός ζητάει πρόστιμο που οι κάτοικοι αρνούνται να πληρώσουν. Ο καπετάν Θοδωρής που στάλθηκε για να τον ενημερώσει, τον αντιμετωπίζει με γενναιότητα και στο τέλος δραπετεύει κολυμπώντας. Ο Ντουρατζίμπεης βομβαρδίζει την κωμόπολη, σκοτώνεται ο καπετάν Θοδωρής. Τις μέρες του Πάσχα, που ο κόσμος ήταν στις εκκλησίες, οι κουρσάροι αποβιβάζονται στο Γαλαξίδι και σφάζουν τους κατοίκους. Όσοι γλίτωσαν έφυγαν στα βούνα. Μετά από αρκετά χρόνια εμφανίζεται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και τους καλεί να επιστρέψουν στην πόλη τους, καθώς ο Ντουρατζίμπεης έχει πεθάνει. Αυτοί επιστρέφουν και, όπως τους είχε συμβουλέψει ο άγιος, μετονομάζουν το Γαλαξίδι σε Πενταγίους.
Σχόλια
Ο αναγνώστης νιώθει συμπάθεια και θαυμασμό για του κατοίκους του Γαλαξιδιού και μίσος και απέχθεια για την στάση του Ντουρατζίμπεη και των κουρσάρων.
Τα γεγονότα παρουσιάζονται με δραματικό- θεατρικό αλλά ταυτόχρονα επικό-ηρωικό τρόπο. Στις δυο πρώτες ενότητες συγκρούονται η δύναμη και η αλαζονεία από τη μια μεριά με την περηφάνια και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια από την άλλη. Στην τρίτη ενότητα έχουμε παρέμβαση του θείου, με ένα θαύμα, που αποτελεί εκδήλωση της θείας χάρης απέναντι στους ενάρετους κατοίκους του Γαλαξιδιού. Οι δύο συγκρουόμενοι κόσμοι αποδίδονται με τους χαρακτήρες του Ντουρατζίμπεη και του καπετάν Θοδωρή.
Ο συγγραφέας διηγείται, σε τρίτο πρόσωπο, τα ιστορικά γεγονότα με στοιχεία επικά αλλά και του παραμυθιού. Ο ίδιος γνωρίζει τα πάντα αλλά δεν συμμετέχει. Η γλώσσα του είναι απλή και λαική, με λίγες λόγιες λέξεις από την εκκλησιαστική γλώσσα, λίγες ιταλικές και τουρκικές.
(Bu Yazıyı Paylaşın)
Παραθέτουμε ένα συγκλονιστικό απόσπασμα του "Χρονικού"
"Μ. Χ. 1660
Εκείνους τους χρόνους, πολλοί κουρσάροι κατατρεμένοι από τα μέρη της Μπαρμπαριάς και Αλτζέρι, εμαζωχτήκασι στον Έπαχτο. Ένας από τούτους τους κουρσάρους, έχοντας μάνα χριστιανή και πατέρα Τούρ[κον, που] τον ελέγασι Ντουρατζίμπεη, είχε την αυθεντεία του κόρφου με φερμάνι Βασιλικό· μίαν ημέρα δυό Γαλαξειδιώτικαις γαλιόταις, θεληματικώς ή ανήξερα δεν τον εχαιρετήσασι στο πέλαγο με σινιάλο και κανονιαίς· και ούτος πολύ θυμωμένος στέλνει αποκρισάρην στο Γαλαξείδι για να πάρη αυταίς ταις γαλιόταις και ταις παραδώση στα χέρια του πειράτου· οι Γαλαξειδιώταις δεν το επαραδεχτήκασι, και ο κουρσάρος του Έπαχτου με δέκα γαλιόταις, που είχασι όλο κανόνια μπρούτζινα και φοβερά, ήλθε απόξω στο λιμάνι και τους επαραπονέθηκε διά το αφρόντε (15), που του εκάμασι, και εγύρεψε να του πλερώσουσι τρεις χιλιάδες βενέτικα, αλλέως θέλει κάψει ούλα τα καράβια και τα σπήτια· οι Γαλαξειδιώταις δεν το επαραδεχτήκασι· και ο Ντουράτζ-μπεης, έστωντας και να στοχάζεται το πως πολλά να εζήτησε. εξανάστειλε, καταβαίνωντας σε δύο χιλιάδες βενέτικα, χίλια μετρητά και χίλια σε διάστημα μιας χρονιάς, με ντεσκερέ χρεωστημιάς.
Και οι Γαλαξειδιώταις εστείλασι με μιά λάντζα (16) τον καπετάν Θεοδωρή Μπαμπαδήμο, που ήτανε ένα περιφημισμένο παλληκάρι, για να είπη του πειράτου το πως άφελα ακαρτερεί, και οι Γαλαξειδιώταις σατανικώς και με φοβέραις δεν δίδουνε μήτε κάλπικο άσπρο· και ο κουρσάρος θυμόνωντας έβγαλε το σπαθί και εχύθηκε στον καπετάν Θοδωρή, για να του κόψη το κεφάλι· και ο καπετάν Θοδωρής εσταύρωσε τα χέρια και δείχνωντας τα στήθια του “χτύπα, παληομουρτάτη, του είπε, ένα άνθρωπο ξαρμάτωτο, που θαρρεύωντας στον όρκο σου, ήλθε χωρίς σπαθί και άρματα· σαν ήσαι παλληκάρι δέσε μου το ένα χέρι, και στο άλλο δώσε μου ένα μαχαίρι, και ελάτε τρεις απάνου μου, και σαν με σκοτώσετε να σας ήνε χαλάλι”. και ο πειράτος ακούωντας ανέλπιστα [αυτά] τα παλληκαρήσια λόγια, εκατέβασε το σπαθί του και τραβώντας τα γένεια του έφυγε· ετότες ήρθασι δύο κουρσάροι αράπιδες και είπασι του καπετάν Θοδωρή να κατέβη στο αμπάρι, έστωντας σκλάβος· και ο καπετάν Θοδωρής αρπάζωντας ένα σίδερο, που ηύρε εκεί κοντά του, εχτύπησε τον ένα κουρσάρο στο κεφάλι και τον εσκότωσε, και χτυπώντας και τον άλλον, έπεσε στη θάλασσα, και βουτώντας ευγήκε στο Γαλαξείδι, και εδιηγήθηκε τα τρεχάμενα.
Ετότες πληά αρχίνησε μία φοβερή αμάχη από το πουρνό, ως το δειλινό, που επέσασι μπόμπαις και τόπια περίσσα, και κάμποσα σπήτια Γαλαξειδιώτικα, έστοντας στο περιγιάλι, επέσασι από τον βρόντο και το σείσιμο των κανονιών και πολεμώντας μιά μπόμπα Γαλαξειδιώτικη, μεγάλη και βροντερή, επήγε και εχτύπησε μέσα στο τζιμπιχανέ (17) του πειράτου, και πετιέται στον αέρα η γαλιότα, και καίονται και άλλες τρεις· ετότες ο κουρσάρος με την εντροπή στα μούτρα και με χολιασμένη καρδιά, έφυγε μέσα σε μία γαλιότα μισοκαϋμένη, που εμπόρεσε να γλύση, γιατί αι άλλαις τέσσαρες καήκανε, και η αποδέλοιπαις πέντε πιαστήκασι πρέζα (18). Εσκοτωθήκασι κουρσάροι εκατόν τριάντα, και Γαλαξειδιώταις πενήντα οχτώ, και κοντά στους άλλους και ο καπετάν Θοδωρής Μπαμπαδήμος, που παραπάνου αφηγήθηκα. Αυτός γουν ο καπετάν Θοδωρής, έστωντας να ρίχνη ένα κανόνι, έσκασε το κανόνι και τα κομμάτια τον εσκοτώσασι μαζή με άλλους δυό· έζησε δύο ώραις, και τελειόνωντας η αμάχη και μαθαίνωντας το πως ενικήσασι οι Γαλαξειδιώταις είπε· “τώρα Θεέ μου, πεθαίνω ευχαριστημένος!” και εξεψύχησε· και ώντας λαβωμένος, λησμονώντας ταις πληγαίς του εγκάρδιωνε τους γειτόνους του λέγοντας· “χτυπάτε, μωρέ παιδιά, τους παληομουρτάρηδες!”
Αυτά, που αφηγάμαι εγενήκασι 'μέρα παρασκευή, τον Μάρτη μήνα, 'σαρακοστής μεγάλης πρώταις 'μέραις· και έστωντας εκείνος ο πειράτος, χολιασμένος και κατάκαρδα εντροπιασμένος, με συνέργεια διαβόλου, που πάντα αμάχεται τους χριστιανούς, εγύρευε ώρα και στιγμή για να εκδικηθή το Γαλαξείδι, που τώκαμε τόσο μεγάλο αφρόντε, που δεν είχε μούτρα να προβοδίση στον κόσμο, γιατί όλοι τον επεριγελούσασι· και ακούσατε τί μηχανάται ο τρισκαταραμένος κουρσάρος· εκείναις ταις ημέραις ήτανε μεγάλη εβδομάδα που κάθε χριστιανός, αφίνοντας ταις δουλειαίς του και κάθε μεταχείριση, πηγαίνει με ευλάβεια σταις εκκλησίαις για να προσκυνήση τα άγια και θεοτικά πάθη του Χριστού, που για λόγου μας τους ανθρώπους, εκαταδέχθηκε και εγίνηκε άνθρωπος σωστός, και εσταυρώθηκε από το παράνομο γένος των Εβραίων. Ετότες γουν πιάνει και αρματόνει ο Νουρατζίμπεης οχτώ γαλιόταις, και εμπαρκάρει ασκέρι αρματωμένο όλο από άπιστους Μουσουλμάνους.
Ετότες, έστωντας να εξημερώνη κυριακή ήμερα, που όλοι με χαραίς και αγαλλίασι γιορτάζουσι την Ανάστασι και τη Λαμπρή του Σωτήρος, από πρωί σύνταχα, δύο ώραις πριν να εξημερώση, οι Γαλαξειδιώταις επήγασι σταις εκκλησίαις για να δοξάσουνε την Ανάστασι, και κανένας δεν απόμεινε στα σπήτια και στα πλεούμενα, γιατί όλοι μικροί και μεγάλοι, άνδρες, γέροι και γυναικόπαιδα επήγασι σταις εκκλησίαις· ετότες γουν ο πανάπιστος και μιαρότατος πειράτος ξεμπαρκάρει το ασκέρι του και με το σπαθί στο χέρι εμπαίνει στην πολιτεία, και καίοντας τα σπήτια μπλοκάρει ταις εκκλησίαις και επέρασε από σπαθίου άνδρες, γέρους και γυναικόπαιδα, εσκούζασι και εβελάζασι· αμή εκείνος ο αντίχριστος κανένα έλεος και συμπάθειο ευσπλαχνίας δεν είχε· και μέσα σταις εκκλησίαις εμπήκε καταματωμένος και ξεσπαθόνωντας, και εμπροστά στην αγία τράπεζα ο παμιαρότατος Σατανάς έσφαξε δύο παπάδες, τον Παπαχρήστο και τον Παπαθανάση· και ετότες εγίνηκε μεγάλος σεισμός και έπεσε η εκκλησία και εσκότωσε πέντε κουρσάρους.
Έστοντας και να γίνη τέτοιο μεγάλο και αδιήγητο φονικό, που στόμα ανθρώπινο και καντήλι δεν ημπορεί να ζωγραφίση, ωσάν πρέπει, απομείνασι Γαλαξειδιώταις γλύσαντες από το μακελειό, επήρασι τα βουνά και τα πλάγια και τους λόγγους, και εχτίσασι 'δω και κει καλύβαις και δύο εκκλησίαις, μία της Παναγίας και άλλη του Προφήτου Ηλία· και εκεί, οπού εμαζωχτήκασι, το λένε Παληο-Γαλάξειδο, ωσάν να λέμε παληά χώρα. Και εμείνασι κατατρεμένοι χρόνια δέκα τρία· ύστερα εφανερώθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής και τους είπε να καθήσουνε στη παλαιά χώρα, γιατί εκείνος, που εφοβόντασι, ο κουρσάρος, τον μπήρε μπάλα, που ήτανε οργή θεοτική, και βράζει στα κατράμια της κόλασης· και να χτίσουσι και πέντε εκκλησίαις, και να βάλλουνε ονομασία απάνου στη χώρα Πενταγίοι, ωσάν να λέμε που είχε πέντε εκκλησίαις, που τους διαυθέντευαν· και να μη κάμουσι άλλο τίποτε από κεφαλιού τους, γιατί εκείνος ο πειράτος ήτανε ο ίδιος ο Σατανάς, έχωντας μούτρα ανθρωπινά, και να κάμουνε δεήσαις στο θεό, για να έβγη από τη χώρα το δαιμόνιο, που εμπήκε, και τους έκαμε ένα τόσο μεγάλο κακό· και οι Γαλαξειδιώταις, ακούοντας αυτά τα άγια και θεοτικά λόγια, εκάμασι κατά το όρτινο του Αγίου και την ορμήνεψη, και παγαίνοντας στο Γαλαξείδι, που ήτανε ένας σωρός από παλαιά χαλάσματα και πέτραις, εξαναχτίσασι τα σπήτια· και κάνοντας δέησι και ταις λιτανίαις, κατά την ορμήνεψη του Αγίου, εβάλασι το όνομα το καινούργιο Πεντάγιοι· και την στιγμή εκείνη ακούστηκε μία βροντή από τον κάτου κόσμο, και ο ουρανός εμαύρισε, και η θάλασσα εφούσκωσε, και τρία δαιμόνια επέσασι στη θάλασσα και επνιγήκασι· και ένας άγιος εφάνηκε με μαύρα ράσα, περπατώντας απάνου στη θάλασσα, και ευλόγησε σε τρεις μεριαίς· και έπαψε το φούσκωμα της θάλασσας, και ο ουρανός εξαστέρωσε, και εγίνηκε χαρά Θεού (19)· και οι Γαλαξειδιώταις, βλέποντας ένα τέτοιο μεγάλο θαύμα, επροσκυνήσασι τον Κύριο, ευχαριστώντάς τον διά την διαυθέντεψη που τους έδειχνε τόσο ολοφάνερα".
ΠΗΓΗ: http://iteafwkidas.blogspot.gr/
Περιεχόμενο
Το κείμενο αναφέρεται στα γεγονότα που οδήγησαν στην καταστροφή του Γαλαξιδιού, την αναχώρηση και επιστροφή των κατοίκων. Χωρίζεται σε τρεις ενότητες
-1η : Γαλαξιδιώτικα πλοία προσβάλλουν τον πειρατή Ντουρατζίμπεη και γίνεται πόλεμος ανάμεσα στους κουρσάρους και τους κατοίκους της πόλης.
-2η : Ο Ντουρατζίμπεης εκδικείται και καταστρέφει το Γαλαξίδι.
-3η : Όσοι κάτοικοι επέζησαν φεύγουν και επιστρέφουν μετά την εμφάνιση του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
Ο κουρσάρος Ντουρατζίμπεης με άδεια του σουλτάνου ελέγχει τον κόλπο του Γαλαξιδιού. Όταν δυο γαλαξιδιώτικα πλοία αρνηθούν να του αποδώσουν την οφειλόμενη τιμή, αυτός ζητάει πρόστιμο που οι κάτοικοι αρνούνται να πληρώσουν. Ο καπετάν Θοδωρής που στάλθηκε για να τον ενημερώσει, τον αντιμετωπίζει με γενναιότητα και στο τέλος δραπετεύει κολυμπώντας. Ο Ντουρατζίμπεης βομβαρδίζει την κωμόπολη, σκοτώνεται ο καπετάν Θοδωρής. Τις μέρες του Πάσχα, που ο κόσμος ήταν στις εκκλησίες, οι κουρσάροι αποβιβάζονται στο Γαλαξίδι και σφάζουν τους κατοίκους. Όσοι γλίτωσαν έφυγαν στα βούνα. Μετά από αρκετά χρόνια εμφανίζεται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και τους καλεί να επιστρέψουν στην πόλη τους, καθώς ο Ντουρατζίμπεης έχει πεθάνει. Αυτοί επιστρέφουν και, όπως τους είχε συμβουλέψει ο άγιος, μετονομάζουν το Γαλαξίδι σε Πενταγίους.
Σχόλια
Ο αναγνώστης νιώθει συμπάθεια και θαυμασμό για του κατοίκους του Γαλαξιδιού και μίσος και απέχθεια για την στάση του Ντουρατζίμπεη και των κουρσάρων.
Τα γεγονότα παρουσιάζονται με δραματικό- θεατρικό αλλά ταυτόχρονα επικό-ηρωικό τρόπο. Στις δυο πρώτες ενότητες συγκρούονται η δύναμη και η αλαζονεία από τη μια μεριά με την περηφάνια και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια από την άλλη. Στην τρίτη ενότητα έχουμε παρέμβαση του θείου, με ένα θαύμα, που αποτελεί εκδήλωση της θείας χάρης απέναντι στους ενάρετους κατοίκους του Γαλαξιδιού. Οι δύο συγκρουόμενοι κόσμοι αποδίδονται με τους χαρακτήρες του Ντουρατζίμπεη και του καπετάν Θοδωρή.
Ο συγγραφέας διηγείται, σε τρίτο πρόσωπο, τα ιστορικά γεγονότα με στοιχεία επικά αλλά και του παραμυθιού. Ο ίδιος γνωρίζει τα πάντα αλλά δεν συμμετέχει. Η γλώσσα του είναι απλή και λαική, με λίγες λόγιες λέξεις από την εκκλησιαστική γλώσσα, λίγες ιταλικές και τουρκικές.
(Bu Yazıyı Paylaşın)
Παραθέτουμε ένα συγκλονιστικό απόσπασμα του "Χρονικού"
"Μ. Χ. 1660
Εκείνους τους χρόνους, πολλοί κουρσάροι κατατρεμένοι από τα μέρη της Μπαρμπαριάς και Αλτζέρι, εμαζωχτήκασι στον Έπαχτο. Ένας από τούτους τους κουρσάρους, έχοντας μάνα χριστιανή και πατέρα Τούρ[κον, που] τον ελέγασι Ντουρατζίμπεη, είχε την αυθεντεία του κόρφου με φερμάνι Βασιλικό· μίαν ημέρα δυό Γαλαξειδιώτικαις γαλιόταις, θεληματικώς ή ανήξερα δεν τον εχαιρετήσασι στο πέλαγο με σινιάλο και κανονιαίς· και ούτος πολύ θυμωμένος στέλνει αποκρισάρην στο Γαλαξείδι για να πάρη αυταίς ταις γαλιόταις και ταις παραδώση στα χέρια του πειράτου· οι Γαλαξειδιώταις δεν το επαραδεχτήκασι, και ο κουρσάρος του Έπαχτου με δέκα γαλιόταις, που είχασι όλο κανόνια μπρούτζινα και φοβερά, ήλθε απόξω στο λιμάνι και τους επαραπονέθηκε διά το αφρόντε (15), που του εκάμασι, και εγύρεψε να του πλερώσουσι τρεις χιλιάδες βενέτικα, αλλέως θέλει κάψει ούλα τα καράβια και τα σπήτια· οι Γαλαξειδιώταις δεν το επαραδεχτήκασι· και ο Ντουράτζ-μπεης, έστωντας και να στοχάζεται το πως πολλά να εζήτησε. εξανάστειλε, καταβαίνωντας σε δύο χιλιάδες βενέτικα, χίλια μετρητά και χίλια σε διάστημα μιας χρονιάς, με ντεσκερέ χρεωστημιάς.
Και οι Γαλαξειδιώταις εστείλασι με μιά λάντζα (16) τον καπετάν Θεοδωρή Μπαμπαδήμο, που ήτανε ένα περιφημισμένο παλληκάρι, για να είπη του πειράτου το πως άφελα ακαρτερεί, και οι Γαλαξειδιώταις σατανικώς και με φοβέραις δεν δίδουνε μήτε κάλπικο άσπρο· και ο κουρσάρος θυμόνωντας έβγαλε το σπαθί και εχύθηκε στον καπετάν Θοδωρή, για να του κόψη το κεφάλι· και ο καπετάν Θοδωρής εσταύρωσε τα χέρια και δείχνωντας τα στήθια του “χτύπα, παληομουρτάτη, του είπε, ένα άνθρωπο ξαρμάτωτο, που θαρρεύωντας στον όρκο σου, ήλθε χωρίς σπαθί και άρματα· σαν ήσαι παλληκάρι δέσε μου το ένα χέρι, και στο άλλο δώσε μου ένα μαχαίρι, και ελάτε τρεις απάνου μου, και σαν με σκοτώσετε να σας ήνε χαλάλι”. και ο πειράτος ακούωντας ανέλπιστα [αυτά] τα παλληκαρήσια λόγια, εκατέβασε το σπαθί του και τραβώντας τα γένεια του έφυγε· ετότες ήρθασι δύο κουρσάροι αράπιδες και είπασι του καπετάν Θοδωρή να κατέβη στο αμπάρι, έστωντας σκλάβος· και ο καπετάν Θοδωρής αρπάζωντας ένα σίδερο, που ηύρε εκεί κοντά του, εχτύπησε τον ένα κουρσάρο στο κεφάλι και τον εσκότωσε, και χτυπώντας και τον άλλον, έπεσε στη θάλασσα, και βουτώντας ευγήκε στο Γαλαξείδι, και εδιηγήθηκε τα τρεχάμενα.
Ετότες πληά αρχίνησε μία φοβερή αμάχη από το πουρνό, ως το δειλινό, που επέσασι μπόμπαις και τόπια περίσσα, και κάμποσα σπήτια Γαλαξειδιώτικα, έστοντας στο περιγιάλι, επέσασι από τον βρόντο και το σείσιμο των κανονιών και πολεμώντας μιά μπόμπα Γαλαξειδιώτικη, μεγάλη και βροντερή, επήγε και εχτύπησε μέσα στο τζιμπιχανέ (17) του πειράτου, και πετιέται στον αέρα η γαλιότα, και καίονται και άλλες τρεις· ετότες ο κουρσάρος με την εντροπή στα μούτρα και με χολιασμένη καρδιά, έφυγε μέσα σε μία γαλιότα μισοκαϋμένη, που εμπόρεσε να γλύση, γιατί αι άλλαις τέσσαρες καήκανε, και η αποδέλοιπαις πέντε πιαστήκασι πρέζα (18). Εσκοτωθήκασι κουρσάροι εκατόν τριάντα, και Γαλαξειδιώταις πενήντα οχτώ, και κοντά στους άλλους και ο καπετάν Θοδωρής Μπαμπαδήμος, που παραπάνου αφηγήθηκα. Αυτός γουν ο καπετάν Θοδωρής, έστωντας να ρίχνη ένα κανόνι, έσκασε το κανόνι και τα κομμάτια τον εσκοτώσασι μαζή με άλλους δυό· έζησε δύο ώραις, και τελειόνωντας η αμάχη και μαθαίνωντας το πως ενικήσασι οι Γαλαξειδιώταις είπε· “τώρα Θεέ μου, πεθαίνω ευχαριστημένος!” και εξεψύχησε· και ώντας λαβωμένος, λησμονώντας ταις πληγαίς του εγκάρδιωνε τους γειτόνους του λέγοντας· “χτυπάτε, μωρέ παιδιά, τους παληομουρτάρηδες!”
Αυτά, που αφηγάμαι εγενήκασι 'μέρα παρασκευή, τον Μάρτη μήνα, 'σαρακοστής μεγάλης πρώταις 'μέραις· και έστωντας εκείνος ο πειράτος, χολιασμένος και κατάκαρδα εντροπιασμένος, με συνέργεια διαβόλου, που πάντα αμάχεται τους χριστιανούς, εγύρευε ώρα και στιγμή για να εκδικηθή το Γαλαξείδι, που τώκαμε τόσο μεγάλο αφρόντε, που δεν είχε μούτρα να προβοδίση στον κόσμο, γιατί όλοι τον επεριγελούσασι· και ακούσατε τί μηχανάται ο τρισκαταραμένος κουρσάρος· εκείναις ταις ημέραις ήτανε μεγάλη εβδομάδα που κάθε χριστιανός, αφίνοντας ταις δουλειαίς του και κάθε μεταχείριση, πηγαίνει με ευλάβεια σταις εκκλησίαις για να προσκυνήση τα άγια και θεοτικά πάθη του Χριστού, που για λόγου μας τους ανθρώπους, εκαταδέχθηκε και εγίνηκε άνθρωπος σωστός, και εσταυρώθηκε από το παράνομο γένος των Εβραίων. Ετότες γουν πιάνει και αρματόνει ο Νουρατζίμπεης οχτώ γαλιόταις, και εμπαρκάρει ασκέρι αρματωμένο όλο από άπιστους Μουσουλμάνους.
Ετότες, έστωντας να εξημερώνη κυριακή ήμερα, που όλοι με χαραίς και αγαλλίασι γιορτάζουσι την Ανάστασι και τη Λαμπρή του Σωτήρος, από πρωί σύνταχα, δύο ώραις πριν να εξημερώση, οι Γαλαξειδιώταις επήγασι σταις εκκλησίαις για να δοξάσουνε την Ανάστασι, και κανένας δεν απόμεινε στα σπήτια και στα πλεούμενα, γιατί όλοι μικροί και μεγάλοι, άνδρες, γέροι και γυναικόπαιδα επήγασι σταις εκκλησίαις· ετότες γουν ο πανάπιστος και μιαρότατος πειράτος ξεμπαρκάρει το ασκέρι του και με το σπαθί στο χέρι εμπαίνει στην πολιτεία, και καίοντας τα σπήτια μπλοκάρει ταις εκκλησίαις και επέρασε από σπαθίου άνδρες, γέρους και γυναικόπαιδα, εσκούζασι και εβελάζασι· αμή εκείνος ο αντίχριστος κανένα έλεος και συμπάθειο ευσπλαχνίας δεν είχε· και μέσα σταις εκκλησίαις εμπήκε καταματωμένος και ξεσπαθόνωντας, και εμπροστά στην αγία τράπεζα ο παμιαρότατος Σατανάς έσφαξε δύο παπάδες, τον Παπαχρήστο και τον Παπαθανάση· και ετότες εγίνηκε μεγάλος σεισμός και έπεσε η εκκλησία και εσκότωσε πέντε κουρσάρους.
Έστοντας και να γίνη τέτοιο μεγάλο και αδιήγητο φονικό, που στόμα ανθρώπινο και καντήλι δεν ημπορεί να ζωγραφίση, ωσάν πρέπει, απομείνασι Γαλαξειδιώταις γλύσαντες από το μακελειό, επήρασι τα βουνά και τα πλάγια και τους λόγγους, και εχτίσασι 'δω και κει καλύβαις και δύο εκκλησίαις, μία της Παναγίας και άλλη του Προφήτου Ηλία· και εκεί, οπού εμαζωχτήκασι, το λένε Παληο-Γαλάξειδο, ωσάν να λέμε παληά χώρα. Και εμείνασι κατατρεμένοι χρόνια δέκα τρία· ύστερα εφανερώθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής και τους είπε να καθήσουνε στη παλαιά χώρα, γιατί εκείνος, που εφοβόντασι, ο κουρσάρος, τον μπήρε μπάλα, που ήτανε οργή θεοτική, και βράζει στα κατράμια της κόλασης· και να χτίσουσι και πέντε εκκλησίαις, και να βάλλουνε ονομασία απάνου στη χώρα Πενταγίοι, ωσάν να λέμε που είχε πέντε εκκλησίαις, που τους διαυθέντευαν· και να μη κάμουσι άλλο τίποτε από κεφαλιού τους, γιατί εκείνος ο πειράτος ήτανε ο ίδιος ο Σατανάς, έχωντας μούτρα ανθρωπινά, και να κάμουνε δεήσαις στο θεό, για να έβγη από τη χώρα το δαιμόνιο, που εμπήκε, και τους έκαμε ένα τόσο μεγάλο κακό· και οι Γαλαξειδιώταις, ακούοντας αυτά τα άγια και θεοτικά λόγια, εκάμασι κατά το όρτινο του Αγίου και την ορμήνεψη, και παγαίνοντας στο Γαλαξείδι, που ήτανε ένας σωρός από παλαιά χαλάσματα και πέτραις, εξαναχτίσασι τα σπήτια· και κάνοντας δέησι και ταις λιτανίαις, κατά την ορμήνεψη του Αγίου, εβάλασι το όνομα το καινούργιο Πεντάγιοι· και την στιγμή εκείνη ακούστηκε μία βροντή από τον κάτου κόσμο, και ο ουρανός εμαύρισε, και η θάλασσα εφούσκωσε, και τρία δαιμόνια επέσασι στη θάλασσα και επνιγήκασι· και ένας άγιος εφάνηκε με μαύρα ράσα, περπατώντας απάνου στη θάλασσα, και ευλόγησε σε τρεις μεριαίς· και έπαψε το φούσκωμα της θάλασσας, και ο ουρανός εξαστέρωσε, και εγίνηκε χαρά Θεού (19)· και οι Γαλαξειδιώταις, βλέποντας ένα τέτοιο μεγάλο θαύμα, επροσκυνήσασι τον Κύριο, ευχαριστώντάς τον διά την διαυθέντεψη που τους έδειχνε τόσο ολοφάνερα".
ΠΗΓΗ: http://iteafwkidas.blogspot.gr/
ΕΙΔΑΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΣΥΡΙΖΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΕΚΕΙΝΗ ΤΙ ΚΑΚΟ ΓΙΝΗΚΕ;ΘΑ ΤΟΝ ΕΙΧΑΝ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΕΙ ΓΑΛΑΞΕΙΔΙΩΤΗ,ΘΑ ΤΟΥ ΕΙΧΑΝ ΔΩΣΕΙ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΡΕΜΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΕ ΚΑΕΙ ΤΟ ΓΑΛΑΞΕΙΔΙ.ΤΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑΝΕ ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΧΑΡΕΙΣ ΓΑΛΑΞΕΙΔΙΩΤΕΣ;ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΛΙΣΣΕΣΑΙ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΖΕΣΑΙ.ΕΞΑΛΛΟΥ ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΟΣ ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ ΗΤΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟΣ.ΤΙ ΕΦΤΑΙΓΕ ΠΟΥ ΤΟΝ ΔΙΩΞΑΝΕ ΑΠΟ ΤΗ ΜΠΑΡΜΠΑΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΚΑΝΑΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ ΟΙ ΚΟΛΟΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ.ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΛΑ ΤΑ ΖΩΝΤΟΒΟΛΑ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΧΑΙΡΕΤΗΣΑΝ;ΚΕΦΑΛΙ ΣΚΥΜΕΝΟ ΠΟΤΕ ΚΟΜΜΕΝΟ.Ε;-ΘΡΑΣΥΜΙΑ ΜΟΥΓΚΑ ΤΩΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΡΑΤΣΙ.ΗΤΑΝ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΠΑΡΕΤΕ ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΠΕΖΑΧΤΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφή