Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΧΤΙΚΙΟΥ

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΟΝ Κ. ΙΩΑΝΝΗ ΛΟΥΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ


Του Χρίστου Ε. Μαυρόπουλου

Είχενε πια τελειώσει ο πόλεμος, κι αναμαζεύαμε τα όνειρα
μας, τις προσδοκίες της άτυχης γενιάς μας, τ’ απομεινάρια των καμένων
μας σπιτιώνε, την πίκρα της γης και των καρπώνε, ενός Αγίου το μαυρισμένο εικόνισμα, της άμοιρης ψυχής μας το ξεσκόλισμα, αναλωμένους
ήρωες, και φίλους μας νεκρούς…
Ξαναγεννιόμασταν αγάλι-αγάλι, με πόνους και καημούς !
Κι ήτανε και μια συφοριασμένη αρρώστια, που ’ρχότανε
από μακριά, πριν απ’ τον πόλεμο, και πέρασε μεσ’ απ’ την καταιγίδα
και άντεξε, και έφτασε ως το κατόπι του, παρά τα μέτρα τα προληπτικά !

Δεν είχενε βέβαια ακόμα ο Φλέμιγκ ανακαλύψει την
πενικυλλίνη, κι η πείνα, οι κακουχίες, ο εφιαλτικός ο ύπνος, η αγωνία
το φευγιό κι ο οδυρμός κεντούσαν εύκολα στα στήθεια μας, αυτό που λεν’
χτικιό, και φυματίωση, και φθίση και σίγουρο χαμό.


Τότενες λέγαν οι γιατροί :΄΄Ο άρρωστος, να πάει σε βουνό !΄΄
Τότενες κι ο Παρνασσός ευλογημένος και ψηλός, άνοιξε ευτύς την
αγκαλιά του σ’ όλους αυτούς που γιατροπορευόντουσαν !

Κι έτσι έφτασαν στον τόπο μας λογιώ-λογιώ ανθρώποι !
Ξενομερίτες απ’ τα γυροχώρια, τις πολιτείες, αρχόντοι κι υποταχτικοί,
κορίτσια με πρόσωπα χλωμά, σαν το χινοπωριάτικο φεγγάρι, άντρες,
παληκαράκια, στα μάτια έχοντας το σκούρο θάμπος, γυναίκες, νοικο-
κυράδες σα δυοσμαρίνια κι αρμπαρόριζες, αρρωστοχτυπημένες, κι
άλλες σα ζωγραφιές, με μάτια έμορφα, μαριόλικα, που ’χαν στην άκρη τους
ένα γαλάζιο δάκρυ…
πλέμπα πολύπαθη, βασανισμένη, καμπίσιοι, νησιώτες και
θαλασσινοί, άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους, που όμως αγαντάριζαν
ψυχόπονα ο ένανες τον άλλονε !


Νοικιάσαν σπίτια στο χωριό μας, στο ξενοδοχείο, κι άλλοι
που τά ‘φερναν σφιχτά, με αγωγιάτες, και βαριά μουλάρια ανέβηκαν
μεσόκορμα του Παρνασσού, όπου οι δυό, οι ξακουστές πηγές του
΄΄Αρβανίτη΄΄, του ΄΄Μανώλη΄΄, Νύμφες θαρρείς και γιάτρισσες παλιές,
και πραχτικές, βγάζαν ένα νερό καθάριο, δροσερό, π’ αναφουφούδιαζε
απ’ την ορμή και τη βιασύνη του να βγει, κι έβγαινε
ολόασπρο, γαλατερό !
Και λέγαν κάποιοι πως το γαλατερό το χρώμα αυτό, δεν
ήταν δα από τη βιά και την πρεμούρα του να πεταχτεί, μονέ από
τα μέταλλα που είχε κατάσαρκά του, κι απ’ της γκρίζας πέτρας
μια σκόνη θαυμαστή !
Τρόγυρα το λοιπόν εκεί και οι ξύλινες καλύβες, και τα γιατάκια
από λατσούδια, κι απ’ των ελάτων τα χοντρά κλωνιά !
Κι ήταν φτενό το φέγγος, ως θυμάμαι, από τα λαδολύχναρα, τις
λάμπες πετρελαίου, μεγάλωναν μες στα γιατάκια οι σκιές, αργούσε κι ο
σκασμένος ύπνος να ‘ρθει…
Τη μέρα όμως…δροσιά, τον Αύγουστο, κάτω απ’ τα έλατα, ανάσαινε
η καρδιά και το κορμί, ξεστράτιζε ο νους, ονειρευόταν το φεγγί, κι ο Παρνασσός
με των ελάτων τις οσμές, τη χαμορίγανη, το τσάι, τα μοσχοζούλαπα,
και τα κυνήγια και των τσοπαναραίων τα λιγοστά τα ΄΄πράματα΄΄ με τις γαλατερές τροφές…
΄Όλα μα όλα αγαντάριζαν την ελπίδα, για μέρες φωτεινές !


Και πήγαιναν κι ερχόσαντε οι συντοπίτες αγωγιάτες με τα μουλάρια φορτω-
μένα, μπόγους, μπαούλα, πραμάτειες, και αρρώστους…
Μα κι οι γυναίκες τους από κοντά…γυναίκες πονετικές που παραστέκαν
στους ανήμπορους μ’ αγάπη κι ανθρωπιά αντιπερνώντας με τη βοήθεια του
Αγίου, το φόβο τους για το χτικιό…
Μα πάνω απ’ όλα, και σ’ όλους πιο κοντά, εκείνος του χωριού μας ο γιατρός
που έμοιαζε στάλα να μην κοιμάται, και με τον Αστυνόμο να γράφουν καταλόγους
με τ’ όνομα του πάσα ενός που έρχονταν, στου άλλουνου που γιατρεμένος έφευγε, και
τελικά γιατροπορεύτηκαν και σώθηκαν πολλοί, και κάποιοι που φεύγαν
στα μισά, ήταν βαριά και δεν ελπίζανε σε γιατρειά !
Μιλώ για του ’45 τη χρονιά !

Κλείνοντας φίλε μου θέλω να σου πω, πως όλα ετούτα που γράφω εδώ,
είναι γιατί το όνομα του τόπου μας βαστιέται στους καιρούς, όταν αναθυμόμαστε
κι ανιστορούμε, καλότροπα καμώματα, και των ανθρώπων του θυσίες κι ιστορήματα !


ΠΗΓΗ: http://agnantiroumelis.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου