Με το όνομα Βίλχελμ Γκούστλοφ (Wilhelm Gustloff) καθελκύσθηκε το 1937 στο Αμβούργο μεγάλο υπερωκεάνειο συνολικού εκτοπίσματος 25.484 τόνων, το οποίο και εντάχθηκε αμέσως στον Γερμανικό Στόλο ως πλωτό νοσοκομείο (Lazarettschiff D.). Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έλαβε μέρος στην πολωνική εκστρατεία καθώς και στη νορβηγική. Όμως από τον Νοέμβριο του 1940 μέχρι τις αρχές του 1945 παρέμενε ελλιμενισμένο στη Γκντύνια στη διάθεση της εκεί διοίκησης υποβρυχίων χρησιμοποιούμενο ως πλοίο υποστήριξης - ενδιαίτησης (Wohnschiff) του προσωπικού των υποβρυχίων και της ναυτικής βάσης.
Για την εκκένωση της Γκντύνια, όπου και η βάση του στολίσκου των υποβρυχίων «U ΙΙ», ο ναύαρχος διέθεσε τα νοσοκομειακά πλοία Βίλχελμ Γκούστλοφ και Χάνσα (Hansa), τα οποία στις 29 Ιανουαρίου 1945 ήταν έτοιμα για απόπλου με την συνοδεία δύο τορπιλακάτων. Οι Γερμανοί μετεωρολόγοι θεώρησαν καταλληλότερη ημερομηνία της επιχείρησης την 30ή Ιανουαρίου όπου θα επικρατούσε κακοκαιρία, θεωρώντας ότι η επαρκής ταχύτητα των πλοίων θα τα καθιστούσε ασφαλή σε δύσκολες καιρικές συνθήκες έναντι των εχθρικών υποβρυχίων.
Ιστορικό ναυαγίου.
Αν και το «Βίλχελμ Γκούστλοφ» είχε δυνατότητα μεταφοράς 1.685 ατόμων, η γερμανική διοίκηση σκόπευε να υπερβεί κατά πολύ το όριο αυτό, με δεδομένο ότι τουλάχιστον 60.000, μόνο άμαχοι, ανέμεναν στους παραπάνω λιμένες της ανατολικής Πρωσίας για να επιβιβασθούν. Σύμφωνα με την τελευταία αναφορά επιβατών του πλοίου, επέβαιναν σ΄ αυτό 173 μέλη πληρώματος, 918 άνδρες του γερμανικού ναυτικού (διοίκησης υποβρυχίων) μεταξύ των οποίων και γιατροί, 373 νοσοκόμες, 162 βαριά τραυματίες και 4.424 πρόσφυγες (συνολικά 6.050 επιβαίνοντες). Σύμφωνα, όμως, με άλλες πηγές, το σύνολο των επιβατών πλησίαζε τις 10.000, ένας αριθμός όχι και τόσο απίθανος, αν ληφθεί υπ΄ όψη ότι πράγματι κατά την επιβίβαση είχε δημιουργηθεί σύγχυση και με τον πανικό φυγής που επικρατούσε κατόρθωσαν να διασπάσουν τον έλεγχο καταλαμβάνοντας και την τελευταία σπιθαμή ελεύθερου χώρου επί του πλοίου.
Μοντέλο του πλοίου «Βίλχελμ Γκούστλοφ»
Έτσι, στις 30 Ιανουαρίου 1945 διατάχθηκε ο απόπλους των πλοίων «Βίλχελμ Γκούστλοφ» και «Χάνσα» τις πρωινές ώρες από τον λιμένα της Γκντύνια με την διάθεση και υποστήριξη των τορπιλακάτων «Τ-19» και «Λέβε» (Löwe, πρώην νορβηγική), που είχαν κριθεί κατάλληλες για ανθυποβρυχιακό πόλεμο. Όμως, μία ώρα μετά τον απόπλου παρουσιάσθηκε μηχανική βλάβη στο επιβατηγό «Χάνσα», το οποίο εγκατέλειψε την νηοπομπή και επανέπλευσε στον λιμένα. Οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν ήταν σχετικά άσχημες, με θερμοκρασία 10 βαθμούς υπό το μηδέν, ένταση ανέμου 7 μποφόρ, συνεχή χιονόπτωση και κατάσταση θαλάσσης τρικυμιώδη. Έτσι, τρεις ώρες από τον απόπλου η τορπιλάκατος Τ-19 ειδοποιεί με σήμα της ότι αδυνατεί να συνεχίσει την κάλυψη λόγω των καιρικών συνθηκών και επιστρέφει στον λιμένα απόπλου. Έτσι έμεινε μόνο η Λέβε να καλύπτει το Βίλχελμ Γκούστλοφ στη δυτική του πλέον πορεία.
Στις 19:10΄ καθώς τα δύο πλοία παρέπλεαν τη βάση Χελ και τον φάρο Ροζέβιε των πολωνικών ακτών γίνονται αντιληπτά από το περισκόπιο του ρωσικού υποβρυχίου «S-13» του οποίου κυβερνήτης ήταν ο Αλεξάντερ Μαρινέσκο. Ο σοβιετικός κυβερνήτης, αντιλαμβανόμενος ότι πρόκειται για νηοπομπή αλλά δυσκολευόμενος από τις συνθήκες, αποφάσισε να ακολουθήσει τα σκάφη μέχρι να πετύχει την κατάλληλη στιγμή τορπιλισμού. Στις 21:08 το «S-13» εξαπολύει 4 τορπίλες κατά του επιβατηγού εκ των οποίων οι 3 βρήκαν τον στόχο τους προκαλώντας αιφνιδιασμό και πανικό στους επιβαίνοντες του «Βίλχελμ Γκούστλοφ». Σύμφωνα με την μαρτυρία του Καρλ Χόφμαν, μέλους του πληρώματος που διασώθηκε, η μία τορπίλη αχρήστευσε το μηχανοστάσιο ενώ οι δύο άλλες τα ύφαλα στη πλώρη με συνέπεια να βρουν ακαριαίο θάνατο οι 373 νοσοκόμες που είχαν καταλύσει στο διαμέρισμα εκείνο του πλοίου. Η κατάσταση που επικράτησε ήταν τραγική και απερίγραπτη. Οι σωσίβιες λέμβοι ρίχνονταν ανορθόδοξα, το πλοίο άρχισε να παίρνει κλίση δημιουργώντας αλλοφροσύνη. Οι φωτοβολίδες φώτιζαν τον σκοτεινό ουρανό και τα σήματα κινδύνου (SOS) στέλνονταν από τον ραδιοτηλεγραφητή συνεχώς. Το Λέβε έφθασε πρώτο, αλλά συνέχισε τις έρευνες εντοπισμού του εχθρικού υποβρυχίου αντί τού συντονισμού της διάσωσης.
Τελικά μετά από 50 λεπτά της ώρας, στις 22:00, το Βίλχελμ Γκούστλοφ βυθίστηκε, παρασύροντας στο βυθό χιλιάδες επιβατών του. Οι ελάχιστες λέμβοι ήταν αδύνατον να περισυλλέξουν τους ναυαγούς από τα παγωμένα νερά της Βαλτικής. Όταν έφθασαν, επίσης, το καταδρομικό Άντμιραλ Χίπερ (Admiral Hipper) και η τορπιλάκατος «Τ-36», το ηθικό των ναυαγών αναπτερώθηκε, πλην όμως οι ελιγμοί των πλοίων αυτών ήταν περισσότερο για την αποφυγή συγκρούσεων και την προσβολή τους από τυχόν εχθρικό υποβρύχιο, επί όσο χρόνο συνέχιζαν τις έρευνες εντοπισμού του. Δυστυχώς για τους ναυαγούς, πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι ν΄ αρχίσει η περισυλλογή τους από τα οκτώ γερμανικά πλοία, που έσπευσαν στο τόπο της τραγωδίας, έτσι ώστε να μη καταστεί δυνατόν να εντοπισθούν επιζώντες στα παγωμένα νερά. Το θέαμα ήταν μακάβριο, καθώς χιλιάδες πτώματα επέπλεαν σε κατάσταση ψύξης. Σύμφωνα με νεότερες πηγές, διασώθηκαν μόλις 1239 άτομα, άλλες κάνουν λόγο για 996 διασωθέντες. Ο απολογισμός, όμως, των θυμάτων την παγωμένη εκείνη νύκτα υπερβαίνει τους 5.000, που, όμως, δεν αποκλείεται να ανέρχεται και σε 8.000 αν πράγματι στο μοιραίο αυτό πλοίο είχαν επιβιβασθεί 10.000 άτομα.
Η τραγωδία αυτή είναι η μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία στον κόσμο. Να σημειωθεί ότι ο Μαρινέσκο για αυτή του την ενέργεια προτάθηκε για το ανώτατο παράσημο του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά η σχέση του με μία αλλοδαπή όχι μόνο προκάλεσε την απόρριψη της πρότασης, αλλά λίγο έλειψε να του στοιχίσει παραπομπή σε ναυτοδικείο και εγκλεισμό σε γκουλάγκ. Τελικά όμως, το 1990, μετά θάνατον, το όνομά του "αποκαταστάθηκε", και ο Μαρινέσκο τιμήθηκε με το παράσημο, άσχετο αν η βύθιση του «Βίλχελμ Γκούστλοφ» ήταν έγκλημα πολέμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου