Ανέσπερη ελπίδα στα χρόνια της πανούκλας:
Έχω την αίσθηση και ελπίζω όχι την ψευδαίσθηση, πως η ζωή μας καθορίζεται και προσδιορίζεται από αποτυπώματα στιγμών. Στιγμές χαράς, ομορφιάς, ελπίδας, έρωτα, ή στιγμές θλίψης, απελπισίας, μίσους, οδύνης. Ο χρόνος μεταμορφωμένος από «πριν» σε «τώρα» και «αύριο», σαν κομήτης που τρέχει αέναα, αφήνει πίσω του μια «κόμη» στιγμών, με γλυκόπικρη γεύση. Συνήθως αντέχω το «τώρα» όσο σκληρό και ανηλεές και αν είναι, επειδή προσδοκώ ένα «φαεσφόρο» αύριο απαλλαγμένο από ότι με πλήγωνε στο χθες. Όταν όμως αυτό που αναμένεται να έρθει σαν «αύριο», δεν είναι καλύτερο από το «τώρα» αλλά μάλλον τραγικότερο και πλέον επώδυνο, τότε καταρρέω, παραδίδομαι, παύω να αντιστέκομαι και να αγωνίζομαι, τότε βυθίζομαι…σε πηγάδι δίχως πάτο.
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι στις μέρες μας, δίπλα μας, γύρω μας, περνούν και προσπερνούν, με άδεια βλέμματα και βαριές ψυχές, λες και κάπου άφησαν και ξέχασαν, το χαμόγελο, τη χαρά, την ελπίδα και τη προσμονή τους για κάτι καλύτερο, κάπου στο «πριν», εκεί που πάγωσε ο χρόνος σαν φωτογραφική ανάμνηση, πόσο τραγικό είναι να αντλούμε ελπίδα και χαρά από το «χθες», γιατί δεν ελπίζουμε ούτε πιστεύουμε τίποτε καλό για το «αύριο», νοιώθουμε κάποιοι(μπορεί να είμαστε και εμείς ανάμεσά τους, είτε ως δράστες, είτε απλά ως θεατές) να εκτέλεσαν το μέλλον μας.
Η εσχατολογική προοπτική, ως ενσυνείδητων παιδιών ενός Θεού πατέρα και αδελφού, αγάπης, οικτιρμών και φιλανθρωπίας, για πολλούς «πλησίον» μας συνανθρώπους, στέρεψε και είναι «ντροπή» αυτό να το κρύβουμε επιμελώς κάτω από το χαλί, ίσως πλέον φαντάζει , απολίθωμα του «χθες» η στρατευόμενη εκκλησία όπως συνήθως αναπροσδιοριζόμαστε, με τις «ευέλικτες» τακτικές και πρακτικές της, πολλών και διαφόρων ταχυτήτων και τάσεων.
Κάπου εδώ είναι που ορθώνεται η αναζήτηση νοήματος ύπαρξης, που εμπεριέχεται στο ερώτημα, του κατά πόσο σήμερα, υφίστανται το Εκκλησιαστικό γεγονός, στη καθημερινότητα των ανθρώπων, ως πόλος έλξης τους στο Χριστό, και εξέδρα απογείωσης προς τα έσχατα.
Οι βομβαρδισμοί που καθημερινά υφιστάμεθα από τα βομβαρδιστικά Μ.Μ.Ε είναι καταιγιστικοί και εμείς ούτε ένα «αντιαεροπορικό» … που να πάρει η ευχή, ούτε κάποια αντίσταση άμυνας και ελπίδας δεν επιστρατεύουμε.
Δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα, ως αυτονόητα τα ανόητα, ως πραγματικότητα τη κατευθυνόμενη παραπληροφόρηση και το «λουστραρισμένο» σε συσκευασία δώρου, ασύστολο ψέμα. Υποκύψαμε και παραδοθήκαμε αδιαμαρτύρητα και τώρα αφημένοι και παραιτημένοι βουλιάζουμε…
Αυξήθηκαν ραγδαία το τελευταίο καιρό τα περιστατικά, αυτοκτονιών, κατάθλιψης και μελαγχολίας, συντελείται το «άδειασμα» της ανθρώπινης ψυχής αφού προηγήθηκε η «πλύση» του εγκεφάλου.
Η εκκλησία τι κάνει; Θα μπορούσε κάποιος εντός ή εκτός των «τειχών» της, καλοπροαίρετα να αναρωτηθεί. Πανηγυρίζει….. Χοροστατεί….. Ενθρονίζει…Δημαγωγεί επάνω στο κουφάρι του ελληνικού λαού… Εορτάζει Ονομαστήρια… ανερυθρίαστα, εθελοτυφλώντας φαραωνικά και μιμούμενη ετεροχρονισμένα, «μεγαλοπρέπειες» βυζαντινού κιτς και κακογουστιάς πέρα και βαριά «νυχτωμένη» για το τι συμβαίνει, όχι περιγραφικά αλλά οντολογικά, και κυρίως για το τι «μέλλει γενέσθαι». (Ευτυχώς υπάρχουν και νησίδες αντίστασης και αντίδρασης, στην εκτός τόπου και χρόνου στάση των πολλών που δηλώνουν ανεπίγνωστα πατέρες ή αυτό-προσδιορίζονται ως …ώτατοι όταν ο Χριστός υπήρξε εχθρός της υπερβολής και λάτρης της απλότητας και του «θετικού» βαθμού, ως οντολογικός πατέρας και αδελφός.
Μάλλον γνωρίζω, και περιμένω άμεσα, την προφανή από κάποιους απάντηση (ενδεχομένως και «ιερώς» αγανακτισμένους), καλά τόσες μερίδες τροφής δεν προσφέρει καθημερινά η εκκλησία, δεν έχει τη τάδε και τη τάδε προνοιακή παρουσία, την τάδε και την τάδε φιλανθρωπική δραστηριότητα; Αδιαμφισβήτητα και τα έχει, θα ήταν όμως άδικο και μίζερο, να οριοθετήσουμε τη προσφορά της εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο σε μερίδες τροφής, ή υλικοτεχνική υποστήριξη, αυτό ναι είναι κάτι, αλλά το παν είναι το νόημα ζωής, το οποίο καλείται να δώσει η εκκλησία στον κόσμο, για να μεταμορφωθεί σε κόσμημα, όπως αρχέγονα δημιουργήθηκε.
Αντί να υπάρξει αυτοκριτική και προσπάθεια αυτοσυνειδησίας, των όσων ραγδαία εξελίσσονται γύρω μας, γίνεται «παντιέρα» η όποια φιλανθρωπική και κοινωνική δράση της εκκλησίας, ή μετερίζι ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τους «εκτός», κυρίως όταν πάνε να μας στριμώξουν οικονομικά.
Από την άλλη έχουμε μια ανεξέλεγκτη γιγάντωση απόψεων και τάσεων, συνομωσιολογίας, εθνικισμού, εθνο-φυλετισμού, προφητολογίας και καταστροφολογίας και γενικά τάσεις και συμπεριφορές που αποπροσανατολίζουν και θεωρούν όλους τους άλλους, υπαίτιους και υπεύθυνους για τη ζοφερή πραγματικότητά που ζούμε, εκτός από εμάς τους ίδιους και τα τραγικά αμετανόητα λάθη μας.
Αν είχαμε αναλογιστεί πως μισή μέρα κατήφειας, γκρίνιας και μιζέριας, είναι ασύγκριτα πιο αβίωτη και ψυχοφθόρα, από μια βδομάδα σκληρής δουλειάς με όραμα, ελπίδα και προοπτική, ίσως βλέπαμε κάποιο φως να αχνοφαίνεται στο βάθος του σκοτεινού τούνελ που βρισκόμαστε. Αν καταφέρναμε να ξαναπάμε προς το ελπιδοφόρο «εμείς» από το θανατηφόρο «εγώ» που βρισκόμαστε ίσως να είχε γίνει το πρώτο βήμα σε μια κατεύθυνση υπέρβασης και ανατροπής. Αν από το άτομο ξανά ενατενίζαμε τη κοινότητα η οποία μπορεί να επιδράσει θεραπευτικά στη ψυχή μας και να αλλάξει τη ζωή μας, η «κρίση» θα γινόταν ευλογία. Είναι μάλλον γνωστό πως η ευλογία και η κατάρα υπάρχουν παντού, αυτό που έχει σημασία είναι πως διαβάζεις τη ζωή, τις στιγμές και τα γεγονότα της, με λίγα λόγια ποια κατεύθυνση διαλέγεις να περιηγηθείς στο «χθες» και να αδράξεις επικαιροποιημένα το «σήμερα».
Σε αυτό το «Πάσχα» (διάβαση) λοιπόν ανάμεσα στο μοναχικό «τώρα» και το κοινοτικό «επέκεινα», η εκκλησία έχει να προσφέρει πολλά τόσο από τη μεγάλη της πείρα, όσο και από την διαχρονικά αταλάντευτη και δοκιμασμένη αλήθεια της, πέρα από τη υλική και βιολογική μόνο στήριξη και υποστήριξη, του αναξιοπαθούντος σύγχρονου ανθρώπου.
Η κρίση, οικονομιών, κρατών, αξιών, κοινωνιών ή ιδεολογιών, αποτελεί την ώρα παρουσίας στο προσκήνιο, της εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο, ως σημείο αντιλεγόμενο, αυθεντικότητας, αλήθειας και φιλάδελφης ανιδιοτέλειας, αλλά όχι μόνο ως επισιτιστικού φορέα, ή φιλάνθρωπου σωματείου, κάτι τέτοιο θα την ακρωτηρίαζε και θα δρούσε ακυρωτικά ως κιβωτού αλήθειας, ζωής και σωτηρίας.
Αυτό φυσικά προϋποθέτει να απομακρυνθεί τάχιστα από «αξόδευτες» καλές προθέσεις, από αόριστες εξαγγελίες, από ξύλινο και άψυχο λόγο, που δημιουργεί εντύπωση δημαγωγίας και αφήνει ανάμνηση πυροτεχνήματος, περνώντας άμεσα στην ουσιαστική πραγμάτωση του «εκκλησιαστικού γεγονότος» ως αυτονόητο συστατικό αυτοπροσδιορισμού και βίωσης της ευαγγελικής αληθινής πρότασης που κατέθεσε ο Χριστός στο κόσμο, μόλις δυο χιλιάδες χρόνια πριν. Ο άνθρωπος «μπούχτησαν» από τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, να τον βομβαρδίζουν από παντού, γι αυτό και αποσύρθηκε, απελπίστηκε, κλείστηκε, βυθίστηκε και σιγοσβήνει…
Περισσότερο από ποτέ, είναι επίκαιρο το νόημα της φράσης του Αντώνη Σαμαράκη : «Ζητείται Ελπίς» όχι ΠΩΛΕΙΤΑΙ αλλά ΖΗΤΕΙΤΑΙ.
Ας απεγκλωβιστεί επιτέλους, από τις χρόνιες αγκυλώσεις της, η διοικούσα εκκλησία και ας γίνει πάλι διακονούσα, ας μιλήσει σαν μάνα στα παιδιά της, ας σταθεί δίπλα τους, με ειλικρίνεια και ευθύνη, όχι ως «κυρία» κάποιου φιλανθρωπικού σωματείου, αλλά ως ματωμένη θηλάζουσα μάνα, βάζοντας τα «στήθη της» μπροστά, για το δίκιο και την επιβεβαίωση της ελπίδας στο πρόσωπό της, από το λαό του Θεού.
Άρθρο του Π. Δημητρίου Θεοφίλου
Έχω την αίσθηση και ελπίζω όχι την ψευδαίσθηση, πως η ζωή μας καθορίζεται και προσδιορίζεται από αποτυπώματα στιγμών. Στιγμές χαράς, ομορφιάς, ελπίδας, έρωτα, ή στιγμές θλίψης, απελπισίας, μίσους, οδύνης. Ο χρόνος μεταμορφωμένος από «πριν» σε «τώρα» και «αύριο», σαν κομήτης που τρέχει αέναα, αφήνει πίσω του μια «κόμη» στιγμών, με γλυκόπικρη γεύση. Συνήθως αντέχω το «τώρα» όσο σκληρό και ανηλεές και αν είναι, επειδή προσδοκώ ένα «φαεσφόρο» αύριο απαλλαγμένο από ότι με πλήγωνε στο χθες. Όταν όμως αυτό που αναμένεται να έρθει σαν «αύριο», δεν είναι καλύτερο από το «τώρα» αλλά μάλλον τραγικότερο και πλέον επώδυνο, τότε καταρρέω, παραδίδομαι, παύω να αντιστέκομαι και να αγωνίζομαι, τότε βυθίζομαι…σε πηγάδι δίχως πάτο.
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι στις μέρες μας, δίπλα μας, γύρω μας, περνούν και προσπερνούν, με άδεια βλέμματα και βαριές ψυχές, λες και κάπου άφησαν και ξέχασαν, το χαμόγελο, τη χαρά, την ελπίδα και τη προσμονή τους για κάτι καλύτερο, κάπου στο «πριν», εκεί που πάγωσε ο χρόνος σαν φωτογραφική ανάμνηση, πόσο τραγικό είναι να αντλούμε ελπίδα και χαρά από το «χθες», γιατί δεν ελπίζουμε ούτε πιστεύουμε τίποτε καλό για το «αύριο», νοιώθουμε κάποιοι(μπορεί να είμαστε και εμείς ανάμεσά τους, είτε ως δράστες, είτε απλά ως θεατές) να εκτέλεσαν το μέλλον μας.
Η εσχατολογική προοπτική, ως ενσυνείδητων παιδιών ενός Θεού πατέρα και αδελφού, αγάπης, οικτιρμών και φιλανθρωπίας, για πολλούς «πλησίον» μας συνανθρώπους, στέρεψε και είναι «ντροπή» αυτό να το κρύβουμε επιμελώς κάτω από το χαλί, ίσως πλέον φαντάζει , απολίθωμα του «χθες» η στρατευόμενη εκκλησία όπως συνήθως αναπροσδιοριζόμαστε, με τις «ευέλικτες» τακτικές και πρακτικές της, πολλών και διαφόρων ταχυτήτων και τάσεων.
Κάπου εδώ είναι που ορθώνεται η αναζήτηση νοήματος ύπαρξης, που εμπεριέχεται στο ερώτημα, του κατά πόσο σήμερα, υφίστανται το Εκκλησιαστικό γεγονός, στη καθημερινότητα των ανθρώπων, ως πόλος έλξης τους στο Χριστό, και εξέδρα απογείωσης προς τα έσχατα.
Οι βομβαρδισμοί που καθημερινά υφιστάμεθα από τα βομβαρδιστικά Μ.Μ.Ε είναι καταιγιστικοί και εμείς ούτε ένα «αντιαεροπορικό» … που να πάρει η ευχή, ούτε κάποια αντίσταση άμυνας και ελπίδας δεν επιστρατεύουμε.
Δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα, ως αυτονόητα τα ανόητα, ως πραγματικότητα τη κατευθυνόμενη παραπληροφόρηση και το «λουστραρισμένο» σε συσκευασία δώρου, ασύστολο ψέμα. Υποκύψαμε και παραδοθήκαμε αδιαμαρτύρητα και τώρα αφημένοι και παραιτημένοι βουλιάζουμε…
Αυξήθηκαν ραγδαία το τελευταίο καιρό τα περιστατικά, αυτοκτονιών, κατάθλιψης και μελαγχολίας, συντελείται το «άδειασμα» της ανθρώπινης ψυχής αφού προηγήθηκε η «πλύση» του εγκεφάλου.
Η εκκλησία τι κάνει; Θα μπορούσε κάποιος εντός ή εκτός των «τειχών» της, καλοπροαίρετα να αναρωτηθεί. Πανηγυρίζει….. Χοροστατεί….. Ενθρονίζει…Δημαγωγεί επάνω στο κουφάρι του ελληνικού λαού… Εορτάζει Ονομαστήρια… ανερυθρίαστα, εθελοτυφλώντας φαραωνικά και μιμούμενη ετεροχρονισμένα, «μεγαλοπρέπειες» βυζαντινού κιτς και κακογουστιάς πέρα και βαριά «νυχτωμένη» για το τι συμβαίνει, όχι περιγραφικά αλλά οντολογικά, και κυρίως για το τι «μέλλει γενέσθαι». (Ευτυχώς υπάρχουν και νησίδες αντίστασης και αντίδρασης, στην εκτός τόπου και χρόνου στάση των πολλών που δηλώνουν ανεπίγνωστα πατέρες ή αυτό-προσδιορίζονται ως …ώτατοι όταν ο Χριστός υπήρξε εχθρός της υπερβολής και λάτρης της απλότητας και του «θετικού» βαθμού, ως οντολογικός πατέρας και αδελφός.
Μάλλον γνωρίζω, και περιμένω άμεσα, την προφανή από κάποιους απάντηση (ενδεχομένως και «ιερώς» αγανακτισμένους), καλά τόσες μερίδες τροφής δεν προσφέρει καθημερινά η εκκλησία, δεν έχει τη τάδε και τη τάδε προνοιακή παρουσία, την τάδε και την τάδε φιλανθρωπική δραστηριότητα; Αδιαμφισβήτητα και τα έχει, θα ήταν όμως άδικο και μίζερο, να οριοθετήσουμε τη προσφορά της εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο σε μερίδες τροφής, ή υλικοτεχνική υποστήριξη, αυτό ναι είναι κάτι, αλλά το παν είναι το νόημα ζωής, το οποίο καλείται να δώσει η εκκλησία στον κόσμο, για να μεταμορφωθεί σε κόσμημα, όπως αρχέγονα δημιουργήθηκε.
Αντί να υπάρξει αυτοκριτική και προσπάθεια αυτοσυνειδησίας, των όσων ραγδαία εξελίσσονται γύρω μας, γίνεται «παντιέρα» η όποια φιλανθρωπική και κοινωνική δράση της εκκλησίας, ή μετερίζι ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τους «εκτός», κυρίως όταν πάνε να μας στριμώξουν οικονομικά.
Από την άλλη έχουμε μια ανεξέλεγκτη γιγάντωση απόψεων και τάσεων, συνομωσιολογίας, εθνικισμού, εθνο-φυλετισμού, προφητολογίας και καταστροφολογίας και γενικά τάσεις και συμπεριφορές που αποπροσανατολίζουν και θεωρούν όλους τους άλλους, υπαίτιους και υπεύθυνους για τη ζοφερή πραγματικότητά που ζούμε, εκτός από εμάς τους ίδιους και τα τραγικά αμετανόητα λάθη μας.
Αν είχαμε αναλογιστεί πως μισή μέρα κατήφειας, γκρίνιας και μιζέριας, είναι ασύγκριτα πιο αβίωτη και ψυχοφθόρα, από μια βδομάδα σκληρής δουλειάς με όραμα, ελπίδα και προοπτική, ίσως βλέπαμε κάποιο φως να αχνοφαίνεται στο βάθος του σκοτεινού τούνελ που βρισκόμαστε. Αν καταφέρναμε να ξαναπάμε προς το ελπιδοφόρο «εμείς» από το θανατηφόρο «εγώ» που βρισκόμαστε ίσως να είχε γίνει το πρώτο βήμα σε μια κατεύθυνση υπέρβασης και ανατροπής. Αν από το άτομο ξανά ενατενίζαμε τη κοινότητα η οποία μπορεί να επιδράσει θεραπευτικά στη ψυχή μας και να αλλάξει τη ζωή μας, η «κρίση» θα γινόταν ευλογία. Είναι μάλλον γνωστό πως η ευλογία και η κατάρα υπάρχουν παντού, αυτό που έχει σημασία είναι πως διαβάζεις τη ζωή, τις στιγμές και τα γεγονότα της, με λίγα λόγια ποια κατεύθυνση διαλέγεις να περιηγηθείς στο «χθες» και να αδράξεις επικαιροποιημένα το «σήμερα».
Σε αυτό το «Πάσχα» (διάβαση) λοιπόν ανάμεσα στο μοναχικό «τώρα» και το κοινοτικό «επέκεινα», η εκκλησία έχει να προσφέρει πολλά τόσο από τη μεγάλη της πείρα, όσο και από την διαχρονικά αταλάντευτη και δοκιμασμένη αλήθεια της, πέρα από τη υλική και βιολογική μόνο στήριξη και υποστήριξη, του αναξιοπαθούντος σύγχρονου ανθρώπου.
Η κρίση, οικονομιών, κρατών, αξιών, κοινωνιών ή ιδεολογιών, αποτελεί την ώρα παρουσίας στο προσκήνιο, της εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο, ως σημείο αντιλεγόμενο, αυθεντικότητας, αλήθειας και φιλάδελφης ανιδιοτέλειας, αλλά όχι μόνο ως επισιτιστικού φορέα, ή φιλάνθρωπου σωματείου, κάτι τέτοιο θα την ακρωτηρίαζε και θα δρούσε ακυρωτικά ως κιβωτού αλήθειας, ζωής και σωτηρίας.
Αυτό φυσικά προϋποθέτει να απομακρυνθεί τάχιστα από «αξόδευτες» καλές προθέσεις, από αόριστες εξαγγελίες, από ξύλινο και άψυχο λόγο, που δημιουργεί εντύπωση δημαγωγίας και αφήνει ανάμνηση πυροτεχνήματος, περνώντας άμεσα στην ουσιαστική πραγμάτωση του «εκκλησιαστικού γεγονότος» ως αυτονόητο συστατικό αυτοπροσδιορισμού και βίωσης της ευαγγελικής αληθινής πρότασης που κατέθεσε ο Χριστός στο κόσμο, μόλις δυο χιλιάδες χρόνια πριν. Ο άνθρωπος «μπούχτησαν» από τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, να τον βομβαρδίζουν από παντού, γι αυτό και αποσύρθηκε, απελπίστηκε, κλείστηκε, βυθίστηκε και σιγοσβήνει…
Περισσότερο από ποτέ, είναι επίκαιρο το νόημα της φράσης του Αντώνη Σαμαράκη : «Ζητείται Ελπίς» όχι ΠΩΛΕΙΤΑΙ αλλά ΖΗΤΕΙΤΑΙ.
Ας απεγκλωβιστεί επιτέλους, από τις χρόνιες αγκυλώσεις της, η διοικούσα εκκλησία και ας γίνει πάλι διακονούσα, ας μιλήσει σαν μάνα στα παιδιά της, ας σταθεί δίπλα τους, με ειλικρίνεια και ευθύνη, όχι ως «κυρία» κάποιου φιλανθρωπικού σωματείου, αλλά ως ματωμένη θηλάζουσα μάνα, βάζοντας τα «στήθη της» μπροστά, για το δίκιο και την επιβεβαίωση της ελπίδας στο πρόσωπό της, από το λαό του Θεού.
Άρθρο του Π. Δημητρίου Θεοφίλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου