Οι συνέπειες της εξάρτησης από την εξορυκτική βιομηζχανια-1. Η Διεθνής εμπειρία: “Η κατάρα του ορυκτού πλούτου”
Φωτογραφία: μεταλλείο χρυσού-χαλκού Grasberg, Παπούα Νέα Γουινέα
Πηγή: WALHI report on Freeport-Rio Tinto
Πηγή: WALHI report on Freeport-Rio Tinto
Φωτογραφία: Πρέστεα, Γκάνα. Πηγή: Poverty In The Midst of Gold
- Πτώση της ανταγωνιστικότητας άλλων τομέων της οικονομίας και ειδικά του μεταποιητικού – φαινόμενο γνωστό ως «η Ολλανδική ασθένεια» (3) – πράγμα που αφήνει την κρατική οικονομία ευάλωτη στις διακυμάνσεις των τιμών των εξορυσσόμενων πρώτων υλών. Μια οικονομία που στηρίζεται κατά κύριο λόγο στις εξορυκτικές βιομηχανίες δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη. Από τη στιγμή που οι τιμές θα πέσουν ή το μεταλλείο θα εξαντληθεί, οι μεγάλες επιχειρήσεις του είδους αφήνουν πίσω τους ανέργους και μεταλλευτικές κοινότητες σε τροχιά ταχείας οικονομικής κατάρρευσης.
- Πτώση των επενδύσεων στην εκπαίδευση. Οι χώρες που στηρίζονται στη μεταλλευτική βιομηχανία τείνουν να παραμελούν την εκπαίδευση του πληθυσμού, γιατί δεν την θεωρούν άμεσα απαραίτητη. Σε αντίθεση, οι χώρες που δεν διαθέτουν φυσικό πλούτο όπως η Ταϊβάν ή η Νότια Κορέα, επενδύουν πολύ στην εκπαίδευση και αυτό έχει συμβάλλει πολύ στην οικονομική τους επιτυχία (βλέπε Τίγρεις της Ανατολικής Ασίας).
- Μικρή συνεισφορά στην απασχόληση. Οι εξορυκτικές βιομηχανίες είναι δραστηριότητες έντασης κεφαλαίου (παραγωγή με καλύτερη εκμετάλλευση του επενδεδυμένου κεφαλαίου και τη μικρότερη δυνατή χρήση εργατικού δυναμικού), χωρικά συγκεντρωμένες (διότι εξαρτώνται άμεσα από την ύπαρξη και δυνατότητα εκμετάλλευσης ενός συγκεκριμένου φυσικού πόρου) και κάθετα οργανωμένες (δηλαδή η εργασία και τα οικονομικά οφέλη δεν διαχέονται οριζόντια σε μεγαλύτερες ομάδες του πληθυσμού). Η καθοδική τάση στην απασχόληση στο μεταλλευτικό τομέα είναι παγκόσμια τάση. Στις ΗΠΑ μεταξύ του 1970 και του 2003 έπεσε κατά 68% – είναι όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι στην ίδια περίοδο, η παραγωγή χρυσού πενταπλασιάστηκε. Αυτό είναι αποτέλεσμα της αυξανόμενης αντικατάστασης του εργατικού δυναμικού από μηχανές. Έτσι η εξόρυξη έχει γίνει πιο αποτελεσματική και η παραγωγή αυξάνεται, αλλά αυτό γίνεται σε βάρος των θέσεων εργασίας.
- Περιορισμένα έσοδα από τη μεταλλευτική βιομηχανία. Το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο είναι αυτό της εξόρυξης και εξαγωγής προς τις χώρες του πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας- τις ανεπτυγμένες χώρες του Βορρά- και όχι της χρήσης των εσόδων προς όφελος των παραγωγών χωρών. Η επιβολή ειδικών νόμων για τις μεταλλευτικές επενδύσεις (κατ’επιταγήν της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου) στερεί από τις Κυβερνήσεις των παραγωγών χωρών από το δικαίωμά τους να επιβάλλουν (μεταξύ άλλων) δίκαιους φόρους στις μεταλλευτικές εταιρείες, να περιορίσουν την πρόσβασή τους σε γη (προστατευόμενα δάση, αγροτική γη) και να εμποδίσουν την εξαγωγή των κερδών. Οι ειδικές εξαιρέσεις από την επιβολή φόρων, η παροχή τεράστιων ποσοτήτων φτηνής ενέργειας, οι άμεσες και έμμεσες κρατικές επιδοτήσεις προς τον μεταλλευτικό τομέα είναι συχνά τόσο μεγάλες που οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις συνεισφέρουν ελάχιστα ή καθόλου στα κρατικά ταμεία.
- Κρατική διαφθορά και κακή διαχείριση των εσόδων από τον εξορυκτικό τομέα. Η κρατική διαφθορά είναι και αίτιο και αποτέλεσμα της παντοδυναμίας σε αυτές τις χώρες της μεταλλευτικής βιομηχανίας. Η σιδερένια γροθιά της εξουσίας είναι απαραίτητη στις μεταλλευτικές πολυεθνικές για να διατηρήσουν την πρόσβαση στο πολύτιμο κοίτασμα και να καταστείλουν τοπικές εξεγέρσεις – με το αζημίωτο φυσικά. Στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, μια διεφθαρμένη τοπική ελίτ από πολιτικούς και γραφειοκράτες είναι συχνά η μόνη που επωφελείται οικονομικά από την παρουσία των εταιρειών που εκμεταλλεύονται τους φυσικούς πόρους της χώρας.
(1) Richard Auty, “Sustaining Development in Mineral Economies: The Resource Curse Thesis”, London: Routledge, 1993
(2) Jeffrey Sachs and Andrew Warner, “Natural Resource Abundance and Economic Growth”, Cambridge, MA: Harvard, 1997
(3) Ο όρος εφευρέθηκε το 1977 από το περιοδικό “The Economist” για να περιγράψει την πτώση στον μεταποιητικό τομέα της Ολλανδίας μετά την ανακάλυψη φυσικού αερίου στη δεκαετία του 1960.
(4)Μichael Ross,University of California Los Angeles , “Extractive Sectors and the Poor”, Oxfam America , 2001
(5)”Dirty Metals: Mining, Communities and the Environment”, Earthworks, OxfamAmerica , 2004
(6) Jim Kuipers, “Putting a Price on Pollution: Financial Assurance for Mine Reclamation and Closure”,Mineral Policy Center , 2003
(2) Jeffrey Sachs and Andrew Warner, “Natural Resource Abundance and Economic Growth”, Cambridge, MA: Harvard, 1997
(3) Ο όρος εφευρέθηκε το 1977 από το περιοδικό “The Economist” για να περιγράψει την πτώση στον μεταποιητικό τομέα της Ολλανδίας μετά την ανακάλυψη φυσικού αερίου στη δεκαετία του 1960.
(4)Μichael Ross,
(5)”Dirty Metals: Mining, Communities and the Environment”, Earthworks, Oxfam
(6) Jim Kuipers, “Putting a Price on Pollution: Financial Assurance for Mine Reclamation and Closure”,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου