Τρίτη 20 Απριλίου 2021

«Προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται» ( Σαράντη Μιχαλόπουλου)




Η παραπάνω έκφραση είναι και αυτή μέρος της μεγάλης μας κληρονομιάς. Και περιγράφει κάτι που είναι σχεδόν αυτονόητο, ότι δηλαδή το τελικό αποτέλεσμα κρίνει εν πολλοίς τα όσα προηγήθηκαν και οδήγησαν σ’ αυτό το τελευταίο.

Εδώ βέβαια υπάρχει πάντα το ερώτημα τι θα προέκυπτε, αν μερικά πράγματα γίνονταν διαφορετικά. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι θεωρητική, καθώς δεν υπάρχει δυνατότητα να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, να δοκιμάσουμε τον εναλλακτικό τρόπο και να συγκρίνουμε τα αποτελέσματα.

Από την άλλη μεριά, μερικά πράγματα είναι μάλλον βέβαια, ανεξάρτητα από μία θεωρητική αμφισβήτηση. Και ας πάρουμε σαν παράδειγμα τα ελληνοτουρκικά. Σήμερα κανείς δεν αμφισβητεί ότι η Ελλάδα, στη διαμάχη με την Τουρκία, στηρίζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ στο γεγονός ότι «ανήκουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση» και ότι τα «διμερή» θέματα δεν είναι μόνο «ελληνοτουρκικά» αλλά και «ευρωτουρκικά». Και είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι αυτό μετρά διαφορετικά και μας δίνει μία «ασφάλεια», έστω και αν αρκετές φορές πολλοί από τους εταίρους μας, όχι μόνο δεν μας στηρίζουν αλλά αντίθετα εκδηλώνουν «φιλοτουρκικά» αισθήματα, που κατά βάση στηρίζονται, όχι σε συναισθηματική θέση αλλά σε ψυχρή συμφεροντολογική προσέγγιση.

Το αποτέλεσμα πάντως παραμένει ότι εμείς έχουμε μία ισχυρή βάση για τις όποιες συζητήσεις ή διαπραγματεύσεις, λόγω της συμμετοχής μας στην Ε.Ε. Επομένως, σύμφωνα με την έκφραση που προανέφερα, ότι δηλαδή «προς το τελευταίο εκβάν έκαστον το πριν υπαρξάντων κρίνεται», δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσουμε ότι η επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή να επιδιώξει και να πετύχει την ένταξη της χώρας μας στην Ε.Ε. ήταν σωστή διότι δικαιώνεται σήμερα εκ του αποτελέσματος.

Ακόμη όμως και η «στροφή» του Ανδρέα Παπανδρέου από το ακραίο «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» στο υποτίθεται συμβιβαστικό «μένουμε στην Ευρώπη, διότι το κόστος αποχώρησης είναι μεγαλύτερο από το κόστος παραμονής» πρέπει να θεωρηθεί σαν μία απόλυτα έξυπνη πολιτική κίνηση, πολύ περισσότερο αν συσχετιστεί και με τις κινήσεις και διεκδικήσεις μέσα στην ΕΟΚ (π.χ. ανισότητες Βορρά – Νότου, ΜΟΠ κλπ.), αλλά και με την αναμφισβήτητα πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, όπως την προσέγγιση του Αραβικού Κόσμου, ακόμη και με ακραίες για την εποχή εκδοχές του (Καντάφι, Αραφάτ) ή με τη ανάπτυξη σχέσεων με το λεγόμενο τότε Κίνημα των Αδεσμεύτων.

Καταλυτική όμως  ήταν, κατά την άποψή μου, και η προσπάθεια αλλά και το αποτέλεσμα της σταθερής προσήλωσης των επόμενων κυβερνήσεων και κυρίως του Κώστα Σημίτη στη συμμετοχή μας στην Ε.Ε. και την αξιοποίηση αυτού του παράγοντα σε κρίσιμες αποφάσεις όμως η ένταξη και της Κύπρου στην Ε.Ε., χωρίς να έχει επιλυθεί το ζήτημα της κατοχής τμήματός της από την Τουρκία, αλλά και η ένταξη της Ελλάδος στη Νομισματική Ένωση, που μας έβαλε μεν σε ένα αυστηρό πλαίσιο επιτήρησης αλλά ταυτόχρονα μας απάλλαξε από αρνητικούς για την οικονομική ανάπτυξη παράγοντες, όπως ο πληθωρισμός.

Η τελευταία «σκλήρυνση» της στάσης της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία, όπως αυτή εκδηλώθηκε με όσα είπε ο Υπουργός Εξωτερικών στην πρόσφατη συνάντησή του με τον ομόλογό του της Τουρκίας, μπορεί να εμφανίζεται σαν μία «καινούργια» πρακτική στην αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών διαφορών, στην πραγματικότητα όμως είναι απλώς μία αλλαγή τακτικής, λόγω των νέων συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί τελευταία, κυρίως λόγω των επιλογών της ίδιας της Τουρκίας που έχουν προκαλέσει αντιδράσεις και άλλων χωρών, με αποκορύφωμα τον χαρακτηρισμό του Ερντογάν σαν «δικτάτορα» από μεγάλες χώρες (Γαλλία, Ιταλία). 

Βέβαια, η ελληνική γνώμη, στη συντριπτική της πλειοψηφίας, ένοιωσε «εθνική ανάταση» με τα όσα ειπώθηκαν, αλλά δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι τα ίδια πράγματα δεν έχουν ειπωθεί και στις διπλωματικές επαφές και συζητήσεις με όποιες άλλες πλευρές εμπλέκονται στα θέματα αυτά, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Σίγουρα είναι χιλιοειπωμένα, όχι μόνο διότι είναι η αυτονόητη υπεράσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, αλλά και διότι οι διεκδικήσεις της άλλης πλευράς είναι κραυγαλέα ανυπόστατες. 

Η μη υπέρ της χώρας μας στάση αρκετών κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν οφείλεται σε έλλειψη δικών μας επιχειρημάτων, αλλά στην σχεδόν κυνική πρόταξη δικών  τους οικονομικών συμφερόντων. Ευτυχώς για μας, σήμερα όλοι αντιλαμβάνονται την πίεση ή και τον πραγματικό κίνδυνο από τον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό και γι’ αυτό δείχνουν ολοένα και περισσότερο να στέκονται στο δικό μας πλευρό. Το αν αυτό θα συνεχιστεί και στο μέλλον, θα το δείξει ο καιρός, εκείνο όμως που παραμένει βέβαιο είναι ότι για τη χώρα μας το «χαρτί» του να ανήκουμε στην Ε.Ε. εξακολουθεί να αποδεικνύεται σημαντικό.

     

   


Δεν υπάρχουν σχόλια: